Είχε να πατήσει οχτώ παρά τέταρτο χρόνια στον πλανήτη της. Είχε ορκιστεί στον εαυτό του ότι δε θα ξαναγυρνούσε για εκείνη. Τώρα όμως δεν υπήρχαν περιθώρια. Η ίδια είχε ξαναρχίσει όλα εκείνα που δεν έπρεπε. Όπως τότε. Σκόρπιζε το κακό σε όλους τους άλλους. Εκτός από εκείνον. Ποτέ σε εκείνον. Το ήξερε. Έψαξε σε κάθε κόκκο αστρικής σκόνης για τον τελευταίο εγωισμό, σε κάθε σούπερ νόβα. Μάταιο. Μόνο εκείνος μπορούσε να τη σταματήσει. Μόνο σε εκείνον γαλήνευε. Μόνο εκείνος θα μπορούσε να τη βγάλει από τη μέση. Άρχισε τις ετοιμασίες για το ταξίδι. Το ταξίδι στον κόσμο της που τόσο του είχε λείψει και που είχε παλέψει τόσο με τον εαυτό του τα το βγάλει από μέσα του. Μάζεψε όλα τα χαρτιά και όλα τα γράμματα που της είχε γράψει χωρίς να της στείλει ποτέ. Τα έδεσε και έφτιαξε μια εύθραυστη σκάλα με μουντζούρες, διορθώσεις και λόγια μικρά και τεράστια. Μια σκάλα που θα τον έφερνε κοντά της για μια νύχτα. Τόσο του χρειαζόταν. Για να πάρει όλο το θάρρος που έπρεπε για να μη της αντισταθεί.
Με το πρώτο φως πιάστηκε από τη χάρτινη σκάλα και άρχισε να γλιστράει από τα κόμματα και τις παρενθέσεις, τα εισαγωγικά και τα αποσιωπητικά, ειδικά από αυτά. Γλιστρούσε μειώνοντας την απόσταση που τους χώριζε. Σίγουρα θα του είχε κρυφτεί. Τον ένιωθε να πλησιάζει. Τον περίμενε άπειρα έτη φωτός. Το κυνηγητό θα ήταν ανελέητο. Μέχρι εξαντλήσεως. Το ταξίδι του θα τελείωνε απότομα. Τα γράμματα δεν έφταναν μέχρι την προσγείωση. Δεν τα είχε υπολογίσει καλά. Η σκάλα ήταν έτοιμη να διαλυθεί στον αέρα. Προσπάθησε να προετοιμαστεί για την πτώση. Έβλεπε μια πράσινη έκταση να χαϊδεύει τα πόδια του σχεδόν. Κουλουριάστηκε αφήνοντας το τελευταίο σίγμα τελικό από ένα μικρό χαρτί. Έπεσε με την πλάτη στα γρασίδια.
Το χώμα ήταν νωπό. Ένιωσε την υγρασία στο σώμα του με ένα μικρό μούδιασμα. Ο πόνος ήταν ανεπαίσθητος. Η λησμονιά ατελείωτη. Η παρουσία της βρισκόταν παντού. Τη μύριζε στον αέρα. Είχε έρθει επιτέλους στον κόσμο της με το πλέον ανορθόδοξο ταξίδι. Έπρεπε να τη βρει. Να τη δαμάσει όπως τότε. Το σώμα του θυμόταν όλα όσα είχε προσπαθήσει να ξεχάσει. Ήταν θέμα χρόνου. Έμεινε έτσι ξαπλωμένος για λίγο. Όσο χρειαζόταν για να τη φέρει σαν εικόνα μπροστά του. Με τα χέρια του χάιδεψε ασυναίσθητα το γρασίδι. Αίσθηση γείωσης και επαναπροσδιορισμού. Κυλίστηκε σαν παιδί στα χόρτα σε μια έκταση που την είχε μόνο για εκείνον και τις σκέψεις του. Αφέθηκε τελείως στη στιγμή και έπεσε στην παγίδα της. Το παιχνίδι είχε ήδη ξεκινήσει. Ένα μικρό ρυάκι στη μέση του πουθενά τον ρούφηξε στη δίνη του. Ένα υγρό λαγούμι είχε στηθεί για να τον καλωσορίσει σε μια παρτίδα σκάκι χωρίς κανόνες. Ένα υπόγειο ρεύμα που υποψιαζόταν πολύ καλά πού θα τον οδηγούσε. Συνέχισε να πέφτει παραδομένος…