Η μέδουσα τον άφησε στην άκρη του δρόμου και γλίστρησε με χάρη στον υπόνομο για να κατέβει πάλι στην υπόγεια φωλιά της. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Βρώμικος αέρας πόλης χωρίς την αλμύρα που ανέπνεε πριν από λίγο. Έρημη τέτοια ώρα, με τους λιγοστούς περαστικούς να είναι τυλιγμένοι στα συνθετικά πανωφόρια τους. Το ξενοδοχείο βρισκόταν στην άκρη της πόλης. Το πρώτο που είχε χτιστεί και για αυτό έφερε και όλα τα σημάδια του χρόνου πάνω του. Είχαν φθαρεί κάποια από τα γράμματα στην νέον ταμπέλα που αναβόσβηνε νευρικά. Αυτή ήταν η πρώτη διαφορά που τον χτύπησε πέρα από μια γενικότερη θαμπάδα, παρακμή και παραίτηση. Σε αυτό έμεναν όλοι οι μοναχικοί ταξιδιώτες που ξέμεναν την αφιλόξενη νύχτα. Τυχοδιώκτες με σκοτεινούς σκοπούς και σχέδια. Προτιμούσαν πάντα το ξενοδοχείο THE FOUR LANTERNS γιατί ήξεραν ότι κανείς δε θα ρωτούσε και δε θα κοιτούσε παραπάνω από όσο έπρεπε. Και εκείνος στο πρώτο του ταξίδι αυτό είχε διαλέξει και όπως τώρα με τη βαλίτσα του είχε σταθεί στην άκρη του δρόμου και είχε βυθιστεί στις σκέψεις του πριν σβήσει το τσιγάρο του και μπει μέσα.
Τα μάτια του συνήθισαν στο χαμηλό φωτισμό. Στη ρεσεψιόν ο Αλφρέδος όπως πάντα. Όπως τον θυμόταν με τις χαρακτηριστικές τιράντες του με τα ζωντανά πλοκάμια χταποδιών. Τους τις είχε χαρίσει παλιότερα ο δήμαρχος της υπόγειας θαλάσσιας πόλης που είχε μείνει πολύ ευχαριστημένος από τη φιλοξενία. Δεν τις έβγαζε ποτέ από πάνω του. Όλοι τον είχαν συνδέσει με αυτές. Τα πλοκάμια τυλίγονταν πάντα στο σώμα όποιου συμπαθούσαν για λίγο, μια μικρή ιεροτελεστία καλωσορίσματος. Δεν ξέφυγε ούτε εκείνος όταν στάθηκε μπροστά στο σκονισμένο γραφείο. Ο Αλφρέδος κουρασμένος και γερασμένος. Τον κοίταξε έντονα κάτω από τα γυαλιά του, σαν να τον περίμενε. Του χαμογέλασε καθώς τα πλοκάμια αγκάλιασαν το σώμα του και τυλίχτηκαν στο λαιμό του για λίγο. Σαν να τον περίμεναν κι αυτά. Λόγια ζεστά για όσο χρειάζεται να σπάσει η αμηχανία. Έριξε μια ματιά στη βαλίτσα του. Ρώτησε για τον Τζακ, αν είναι καλά, είχε καιρό να τον δει. Του έδωσε να υπογράψει στο βιβλίο των επισκεπτών. Του έδωσε και το μεταλλικό κλειδί που είχε σκουριάσει στην άκρη. Φώναξε τον καμαρότο. Ένα παιδαρέλι με φοβισμένο ύφος. Πήρε τη βαριά βαλίτσα του και τον συνόδευσε στις σκάλες. Η φωνή του Αλφρέδου έσπασε σαν κύμα στο πρώτο σκαλί. «Σε περιμένει. Είναι πάνω. Ήρθε για σένα…». Γύρισε το βλέμμα του χωρίς να έχει βρει κάτι να πει. Ο Αλφρέδος τον είχε ήδη βγάλει από τη δύσκολη θέση. Με αφοσίωση κοιτούσε το βιβλίο των επισκεπτών ή έκανε ότι το κοιτούσε. Τον ευγνωμονούσε για εκείνη τη στιγμή.
Ο καμαρότος δυσκολευόταν ιδιαίτερα με τη βαλίτσα του. Την ανέβαζε και με τα δύο χέρια αγκομαχώντας. Το δωμάτιο ήταν στο δεύτερο όροφο. Νο605, πράσινη πόρτα. Σχεδόν ξέπνοος ξεκίνησε να του λέει για το τηλέφωνο που έχει χαλάσει και τις γρίλιες που έχουν κολλήσει και θέλουν ειδικό χειρισμό. Τον έκοψε απότομα. Τα ήξερε όλα αυτά. Είχε ξαναμείνει σε αυτό το δωμάτιο. Είχαν από τότε πρόβλημα οι περσίδες. Μήπως ακούστηκε αγενής στο μικρό; Το μυαλό του ήταν ήδη αλλού. Ήταν ήδη στο δωμάτιο, οκτώ παρά τέταρτο χρόνια πριν.
Σε εκείνη τη μοναδική και τελευταία βραδιά που είχε έρθει να τον βρει εκείνη και του είχε χτυπήσει αυτήν την πράσινη πόρτα. Τότε είχε έρθει στην πόρτα του για μια νύχτα μαζί του. Ένα θαλάσσιο λουλούδι θηλυκό με επικίνδυνες διαθέσεις. Τον είχε αφήσει να τη σφίξει στην αγκαλιά του και να πιστέψει ότι θα μπορούσε να την κάνει δικιά του, αλλά χωρίς το θαλασσινό νερό δε θα μπορούσε να ανθίσει ποτέ στα χέρια του. Δεν τον είχε πειράξει τότε με το θανατερό άρωμα της κι εκείνος δεν τα κατάφερε να τη σκοτώσει όπως ήταν η αποστολή του. Του υποσχέθηκε να του δώσει τη νύχτα αυτή στο επόμενο ταξίδι του. Της υποσχέθηκε να γυρίσει πίσω μόνο για αυτή τη στιγμή. Του ψιθύρισε φεύγοντας ότι μόνο με το νερό από τις εφτά θάλασσες θα μπορούσε να την κερδίσει. Εκείνος δεν τα κατάφερε να το μαζέψει σύντομα. Πάντα κάτι του ξέφευγε. Πάντα κάτι ξεγλιστρούσε. Ο καιρός περνούσε. Εκείνη είχε πληγωθεί. Πίστευε ότι την είχε ξεχάσει. Κι εκείνος θα το ήθελε να τα είχε καταφέρει, να τη βγάλει από το μυαλό του. Έκανε λάθος. Ήξερε ότι θα μπορούσε να τον προκαλέσει.
Ξεκίνησε πάλι να σκοτώνει. Η μυρωδιά της ήταν σχεδόν τοξική και έβγαινε μόνο όταν το ήθελε, από τα μαλλιά της που άφηνε κάτω λυτά και ανέμιζαν είτε στη θαλάσσια πόλη ή όταν ανέβαινε στην επιφάνεια. Το ήξερε ότι εκείνος θα το καταλάβαινε και θα ερχόταν πάλι με την αποστολή να τη βγάλει από τη μέση. Θα κατάφερνε να μπει πάνω από το καθήκον κι αυτή τη φορά; Για να τηρήσει την υπόσχεση της, το νερό από τις εφτά θάλασσες το μάζεψε μόνη της και το έκλεισε με δυσκολία στη βαλίτσα. Όταν είχε πάρει τις αποφάσεις της την έδωσε στον Τζακ με την παράκληση να του τη δώσει όταν τον έβλεπε ξανά.
Η στιγμή είχε φτάσει . Ο χρόνος είχε μηδενίσει και είχε ξαναρχίσει από το μηδέν. Τα σκαλιά στη στενή σκάλα λιγόστευαν. Το ίδιο κι η δύναμη του. Για μια στιγμή, που του φάνηκε τουλάχιστον ένας αιώνας, κράτησε την ανάσα του και έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά. Η πόρτα άνοιξε…