“Όποτε είστε έτοιμη, δεσποινίς Πήτερσον!”, άκουσε τη σταθερή φωνή του από την άλλη μεριά της σκακιέρας. Την είχε πιάσει πανικός. Η πρώτη της σκέψη ήταν να το βάλει στα πόδια. Στο σπίτι θα βρισκόταν ο υπηρέτης του αλλά στον κήπο όλο και κάπου θα μπορούσε να κρυφτεί ή, ακόμα καλύτερα, ίσως κατάφερνε να βγει στο δρόμο. Ήταν πιο νέα και από τους δύο, με μεγαλύτερη αντοχή και το σπουδαιότερο, φοβόταν. Ο φόβος της έδινε άλλη δύναμη και άλλη ενέργεια. Το ενδεχόμενο να βάλει να την ακολουθήσουν και τα τριάντα δύο πιόνια ήθελε να το βγάλει από το μυαλό της, παρόλο που δεν ήξερε τις δυνάμεις τους.
Όσο εκείνος καθόταν με μια ήρεμη έκφραση, που φανέρωνε από τώρα μια αίσθηση νίκης, η μικρή ένιωθε την καρδιά της να έχει σταματήσει. Μικρές, κοφτές, ανυπόμονες ανάσες τη συντρόφευαν. Ήταν ανάσες που διακριτικά έβγαιναν από τα πιόνια και αυτό ήταν αρκετό για να την ανατριχιάσει ακόμα περισσότερο. Ήταν πιόνια που έπρεπε να λυπηθεί και να προσπαθήσει να ελευθερώσει ή μήπως ένας περίεργος στρατός που με ένα του νεύμα θα την καταδίωκαν; Η απόγνωση την είχε μουδιάσει. Έπρεπε να δράσει άμεσα. Πέταξε το ποτήρι που κρατούσε και το γυαλί έγινε χίλια κομμάτια στις πέτρινες πλάκες. Οι μικρές ανάσες από τα πιόνια έγιναν πιο κοφτές και το άλογο μπροστά της κούνησε νευρικά τα πόδια του. Ίσως κομμάτια γυαλιού να το τρόμαξαν ή ακόμα και να το τραυμάτισαν. Άρχισε να τρέχει σαν τρελή. Πέρασε το φράχτη και έφτασε πάλι στις κλαίουσες, στα φανάρια και στα πέτρινα παγκάκια. Το ένα της παπούτσι βγήκε και μπλέχτηκε στους θάμνους αλλά δε σταμάτησε λεπτό. Το γέλιο του έσχιζε τη σιωπή και το λαχάνιασμά της.
“Πού νομίζετε ότι πάτε, δεσποινίς Πήτερσον; Δεν υπάρχει διέξοδος”, της φώναξε και συνέχισε να γελάει δυνατά και χαιρέκακα.
Ακολούθησε ένα μονοπάτι που πίστεψε ότι οδηγούσε προς την έξοδο. Της θύμιζε την ίδια διαδρομή με το πέτρινο δρομάκι που έκοβε τον κήπο στα δύο. Ναι, δεν έκανε λάθος, το μονοπάτι ήταν μόνο ένα και οδηγούσε στην έξοδο, άρα στη σωτηρία της. Το γέλιο του ακουγόταν ακόμα αχνά πίσω της μαζί με την αγωνία και τον τρόμο της. Όσο έτρεχε όμως ένιωθε την απόσταση να μεγαλώνει αντί να μικραίνει. Τώρα ήταν σίγουρη ότι δε θυμόταν τις κλαίουσες σε αυτό το σημείο, το σπίτι δεν το έβλεπε πουθενά στον ορίζοντα ενώ θα έπρεπε να το είχε ήδη προσπεράσει.
Το γυμνό της πόδι άρχισε να την πονάει από την άγρια επιφάνεια των πέτρινων πλακών. Και τι περίεργο, το ίσιο μονοπάτι τώρα είχε γίνει ένας κυκλικός διάδρομος, σα σπείρα, που όλο και περιστρεφόταν σα σαλιγκάρι που την παγίδευε αντί να την ελευθερώσει. Τα κλαδιά από τις κλαίουσες, χωρίς να φυσάει, αιωρούνταν σα μια φυσική κουρτίνα και της έβαζαν εμπόδια. Μπλέκονταν στον κότσο της, που τώρα είχε πια λυθεί, και τα μαλλιά της μπερδεύονταν στα μάτια της, σα μέδουσες στον ωκεανό της νύχτας. Παραπάτησε και έπεσε χτυπώντας τα γόνατα της αλλά σηκώθηκε αμέσως ξεχνώντας τον πόνο στο λεπτό. Η σπείρα όλο και στένευε έτοιμη να την εγκλωβίσει για πάντα μέσα της. Ενώ θα έπρεπε να απομακρύνεται ήδη από Αυτόν και να αφήνει πίσω της αυτόν τον εφιάλτη, το γέλιο του με ένα αδιόρατο τράβηγμα στο πίσω μέρος του λαιμού της τώρα τη στοίχειωνε. Έμοιαζε λες και την είχε γραπώσει από το λαιμό και τη γύριζε πίσω. Δεν είχε πλέον την παραμικρή ιδέα για το πού πήγαινε αλλά οι ελπίδες της να δραπετεύσει σαν να σβήνονταν όσο βάθαινε η νύχτα. Είχε μπλεχτεί σε έναν ιστό αράχνης από όπου ήταν αδύνατο να ξεφύγει.
Και οι φόβοι της δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Το μονοπάτι-σπείρα κατέληξε πάλι στον κήπο με την ανθρωπόμορφη σκακιέρα και τον κύριο Ε.Χ. να την περιμένει κρατώντας το ποτήρι στο χέρι του νευρικά.
“Χάνω την υπομονή μου, δεσποινίς Πήτερσον”, της φώναξε από την άλλη άκρη. “Ελάτε επιτέλους και φερθείτε ώριμα, όπως αρμόζει σε μια δεσποινίδα της ηλικίας σας. Μεγαλώσατε πια! Τέρμα τα παιχνίδια”, κάγχασε και πλησίασε στη σκακιέρα. Το ίδιο έκανε και η κοπέλα λαχανιάζοντας και προσπαθώντας να συγκρατήσει τα πρώτα δάκρυα που πίεζαν τα μάτια της.
“Είσαι άρρωστος πραγματικά”, ούρλιαξε αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ο αινιγματικός κύριος Ε.Χ. στάθηκε πίσω από τα μαύρα πιόνια. Ήταν λιγάκι πιο ψηλός από αυτά και έμοιαζε σαν πατρική φιγούρα μπροστά σε ένα, αν μη τι άλλο, νοσηρό δημιούργημα. H Eλάιζα έμεινε παγωμένη πίσω από τα λευκά. Ένιωθε τα βλέμματα από αυτά τα γυναικεία πιόνια να μετράνε το θάρρος της που είχε αρχίσει να λιγοστεύει. Είχε πλέον αντιληφθεί ότι δεν ήταν μια ακόμα παρτίδα, όπως τόσες που είχαν όλα αυτά τα χρόνια μοιραστεί, αλλά μια παρτίδα ζωής και θανάτου. Αν έπρεπε να παίξει, θα φρόντιζε να παίξει εξίσου καλά με τον αντίπαλό της.
Με αποφασιστικότητα κινήθηκε προς το λευκό πιόνι. Στάθηκε πίσω του και χρειάστηκε να το σπρώξει προς το κέντρο, νιώθοντας τη συριστική του ανάσα.
“Επιτέλους, σαν να βρίσκετε τον εαυτό σας σιγά σιγά”, της είπε δηκτικά και κινήθηκε και εκείνος προς το μαύρο πιόνι που μετακίνησε με μεγαλύτερη ευκολία φυσικά. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η πιο ιδιαίτερη παρτίδα που είχε παίξει μέχρι τώρα. Διεκδικώντας το κέντρο, με τις πρώτες της κινήσεις άφησε να φανεί ότι ήθελε ο αξιωματικός της και το άλογο να είναι σε θέση μάχης. Και τι περίεργο που ήταν να μετακινεί πιόνια σχεδόν στο ύψος της! Έπρεπε να καταβάλλει δύναμη κάθε φορά και αυτό ήταν ικανό να της αποσπάσει την προσοχή και τη συγκέντρωση. Είχε κουραστεί και ζεσταθεί. Έβγαλε το σακάκι της και το πέταξε στο γρασίδι. Στόχος της ήταν να προστατεύσει το βασιλιά της και για αυτό συνήθισε ακόμα και στα αστραπιαία βλέμματα που της έριχνε πού και πού ο μαύρος αξιωματικός και ο πύργος. Οι κινήσεις της ήταν αποτελεσματικές. Το ίδιο αποφασιστικά έπαιζε και ο αντίπαλός της, φροντίζοντας να μην αφήνει ακάλυπτο το βασιλιά του στις προκλήσεις της, θυσιάζοντας μερικά πιόνια και επαινώντας την για τις έξυπνες της κινήσεις, όπως έκανε και στα γράμματα. Η Ελάιζα διαισθανόταν ότι της έδινε ένα προβάδισμα και ότι ακόμα δεν είχε δώσει τον καλύτερό του εαυτό. Ρίχνοντας μια πιο προσεκτική ματιά στα πιόνια της αλλά και τα πιόνια του αντιπάλου, διέκρινε ότι μόνο η βασίλισσά της ήταν ένα πέτρινο πιόνι χωρίς κανένα χαρακτηριστικό που να παραπέμπει σε γυναίκα. Από όποια γωνία και αν το χάζεψε είχε μόνο πέτρα και σκαλίσματα. Αυτή η διαπίστωση ήταν αρκετή για να νιώσει ένα κύμα κρύου ιδρώτα στη σπονδυλική της στήλη και στη σκέψη του πιο εφιαλτικού σεναρίου παραλίγο να λιποθυμήσει. Άραγε, μήπως αυτός ήταν ο απώτερος στόχος του, να γίνει η ίδια η νέα του βασίλισσα;
Η παρτίδα κράτησε περίπου δύο ώρες και κάτι που της φάνηκε μια αιωνιότητα. Ο χώρος και ο χρόνος είχαν πάρει μια εντελώς διαφορετική διάσταση εκείνη τη νύχτα. Η ίδια άφησε τον παλιό της εαυτό πίσω, όταν πέρασε την πόρτα αυτού του σπιτιού, και τώρα πια ήταν πολύ αργά για μετάνοιες και δεύτερες σκέψεις. Ο συμπαίκτης της είχε περάσει στην επίθεση. Το σαχ δεν άργησε να έρθει και φυσικά το ματ γιατί πλέον είχε χάσει τον έλεγχο. Ο κύριος Ε.Χ. τώρα διέσχιζε τη σκακιέρα και ερχόταν προς το μέρος της. Την κοίταζε βαθιά στα μάτια και χαμογελούσε ειρωνικά.
“Σίγουρα μπορούσατε και καλύτερα, δεσποινίς Πήτερσον! Δε δώσατε τον καλύτερο σας εαυτό απόψε αλλά και πάλι, υποθέτω ότι μπορώ να σας δικαιολογήσω”, της είπε με στόμφο και στάθηκε μπροστά στη λευκή βασίλισσα. Της άγγιξε ελαφρά το πέτρινο στέμμα και η κοπέλα, αν και βρισκόταν κάποια τετράγωνα πίσω του, ρίγησε καθώς ένιωσε ένα κύμα ηλεκτρισμού να περνάει τα μαλλιά της που ήταν από ώρα ξέμπλεκα και ατίθασα. Το κύμα αυτό τη διαπέρασε ολόκληρη και τη μούδιασε. Ο άντρας εξακολουθούσε να έχει τα χέρια του πάνω στο πέτρινο πιόνι αλλά με έναν περίεργο τρόπο ένιωθε ότι τα χέρια του είχαν μπει μέσα της και ανακάτευαν τα σωθικά της. Ξαφνικά ένιωσε τα μέλη της να σκληραίνουν αστραπιαία και να παγώνουν, λες και ήταν από πέτρα. Ή μήπως ήταν; Σε κλάσματα δευτερολέπτων η φωνή της δεν έβγαινε, δεν ένιωθε το σώμα της, τα πόδια της είχαν ενωθεί και δεν μπορούσε να τα κουνήσει αλλά και τα χέρια της τα ένιωθε ένα με τη λεκάνη της. Δεν ένιωθε καν τον τρόμο γιατί η καρδιά της που πριν από λίγο χτυπούσε σαν τρελή, τώρα σαν να υπήρχε στο βάθος ενός πολύ σκοτεινού διαδρόμου όπου δεν έβρισκε την αρχή και το τέλος του. Το μόνο κομμάτι του παλιού της εαυτού ήταν τα βλέφαρά της που έκλειναν και άνοιγαν μηχανικά ρουφώντας εικόνες. Παρακολουθούσαν Εκείνον που την πλησίασε και της τα φίλησε με τα παγωμένα του χείλια, τη μετακίνησε στη σωστή της θέση και έβγαλε την άλλη βασίλισσα από τη σκακιέρα. Έστησε τα υπόλοιπά πιόνια και όλα ήταν έτοιμα για μια μελλοντική παρτίδα. Κάρφωσε το βλέμμα του στο δικό της. Το δικό της όμως είχε ήδη ξεκινήσει τη δική του διαδρομή αιωρούμενο πάνω από τα νοτισμένα από τη νυχτερινή υγρασία γρασίδια, μπερδεύοντας τα φύλλα από τις κλαίουσες, ξαποσταίνοντας για λίγο στα πέτρινα παγκάκια και συνεχίζοντας τη διαδρομή ακολουθώντας το υποφωτισμένο μονοπάτι προς το σπίτι.
Εκείνη την ώρα ο σιωπηλός υπηρέτης άνοιγε το παράθυρο και βρήκε ευκαιρία να τρυπώσει στις πτυχώσεις της κουρτίνας που την παρέσυρε το αεράκι. Έμεινε για πολύ λίγο και μετά ακολουθώντας το διάδρομο με τις πολλές κλειστές πόρτες γλίστρησε μέσα από την κλειδαρότρυπα και μύρισε τις τριανταφυλλιές. Πέρασε τα κάγκελα και βγήκε στο σκοτεινό δρόμο όπου κανένα ταξί δεν θα την περίμενε πια.