Είχε να την ακούσει πολύ καιρό και τώρα κρατούσε αυτό το αυστηρό της γράμμα και το διάβαζε πολλές φορές στο στενό κάθισμα τρένου, επιστρέφοντας στην Προσίντια, την πόλη όπου γεννήθηκε. Κάθε λέξη φαινόταν να έχει τη δική της βαρύτητα. Εμπιστευόταν απόλυτα το ένστικτο της ιδιαίτερης αυτής γυναίκας που τον μεγάλωσε όταν έχασε τους γονείς του σε μικρή ηλικία. Πολλοί την έλεγαν αλαφροΐσκιωτη και σκοτεινή αλλά εκείνος ήξερε ότι τίποτα από αυτά δεν ήταν αλήθεια. Του έλεγε τα πιο ιδιαίτερα παραμύθια όταν ξάπλωνε και μαζί κάνανε τους πιο ωραίους περιπάτους με παγωμένο τσάι και κρύα σάντουιτς. Ακόμα και τώρα, που ήταν ολόκληρος άντρας και είχε μετακομίσει μακριά, του ταχυδρομούσε πού και πού τα νέα της και του έστελνε φωτογραφίες της ζωηρής γάτας της. Και η ίδια είχε φύγει με τη σειρά της. Δεν μπορούσε να μένει μόνη της σε ένα άδειο σπίτι και τα τελευταία χρόνια ζούσε με την αδερφή της πίσω από τη λίμνη. Για να του ζητάει να γυρίσει πίσω και να ψάξει το βιβλίο με την πράσινη ράχη σίγουρα θα ήταν σημαντικό. Τα παράτησε όλα στo γραφείο του και πήρε το τρένο που σε λίγο θα σταματούσε στον τόπο του που είχε να επισκεφτεί τουλάχιστον είκοσι εφτά χρόνια. Σε ένα σάκο είχε πάρει μαζί του το χάρτη για να θυμηθεί την πόλη του, μια τόση δα κουκκίδα με δαιδαλώδεις δρόμους και σοκάκια, το σημειωματάριό του, τις αναμνήσεις του και μια μικρή δόση αγωνίας που προσπαθούσε να κρύψει στην πλαϊνή βοηθητική τσέπη.
Έφτασε λίγο πριν τις έντεκα το πρωί. Η Προσίντια του φάνηκε πιο μικρή και πιο ήσυχη, ή απλά ο ίδιος είχε μεγαλώσει και πλέον ήταν στα μέτρα του. Με το χάρτη στο χέρι, σαν ένας ταξιδευτής που έρχεται από μακριά, πήρε το δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς. Διέσχισε τον κεντρικό δρόμο με το ταχυδρομείο που ήταν το μόνο που είχε μείνει όπως το θυμόταν αμυδρά. Υπήρχαν εμπορικά, άχρωμα καταστήματα και λιγοστοί κάτοικοι που τον κοίταξαν με περιέργεια ως νεοφερμένο. Το σπίτι βρισκόταν σε ένα αδιέξοδο. Δυσκολεύτηκε λίγο. Αντίκρισε ένα γερασμένο, μικρό σπίτι με κεραμίδια και έναν κήπο στο πίσω μέρος.
Εκεί είχε φυτέψει κάτι περίεργα δέντρα η θεία Κορτέσα που τα βράδια του καλοκαιριού πολλές φορές σαν να την άκουγε να τους ψιθυρίζει λόγια. Όταν την είχε ρωτήσει τι δέντρα είναι αυτά και τι τους λέει του είχε απαντήσει αποστομωτικά: «Δεν είναι δέντρα, είναι φίλοι μου. Δεν είναι λόγια, είναι υποσχέσεις.»
Το κλειδί ήταν κάτω από το φθαρμένο χαλάκι της εξώπορτας. Ανακουφίστηκε γιατί αλλιώς θα χρειαζόταν να παραβιάσει την πόρτα. Με το που γύρισε το σκουριασμένο κλειδί στην κλειδαριά οι αναμνήσεις τον χτύπησαν σαν ένα πελώριο κύμα. Σκόρπιες εικόνες, λέξεις, διάλογοι, μυρωδιές, ο μικρόκοσμος ενός χώρου που δημιουργεί ένα σπιτικό. Σε αυτό το σπίτι είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια και η απώλεια είχε πέσει σα μια βαριά κουρτίνα από νωρίς και το είχε σκεπάσει. Η θεία Κορτέσα έκανε ό,τι μπορούσε για να τον στηρίξει αλλά θυμάται ακόμα και τώρα πώς με τόσο ύπουλο τρόπο ο φόβος είχε τρυπώσει μέσα του. Δεν είχε φοβηθεί ποτέ το σκοτάδι αλλά λίγο μετά το θάνατο των γονιών του σε τροχαίο δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς την πόρτα μισάνοιχτη για να μπαίνει το φως του διαδρόμου. Κι όταν ερχόταν ο ύπνος ήταν φορτωμένος με εφιάλτες, ένα γενικότερο αίσθημα απειλής που το μετέφερε και την επόμενη μέρα στο σχολείο και στις δραστηριότητές του. Το σκοτάδι ήταν η είσοδος σε ένα μυστικό κόσμο όπου το κακό ήταν κυρίαρχο. Κράτησε πολύ αυτή η πάλη μέσα του και η προσπάθεια να την τιθασεύσει. Τα χρόνια πέρασαν από τότε και η ενήλικη ζωή είχε ήδη μπει από τη μισάνοιχτη πόρτα. Σπουδές, μετακόμιση στη μεγάλη πόλη, δουλειά, έρωτας, ο γάμος, το παιδί. Ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του όπου το σκοτάδι απλά δεν προλάβαινε να μπει. Μόνο το τελευταίο εξάμηνο είχε βρει μια χαραμάδα. Οι αϋπνίες είχαν επιστρέψει και μια γενικότερη ανησυχία για το μέλλον, για το χρόνο που περνάει και όλα τα σημάδια που όσο και να προσπαθείς να κρύψεις πάντα βρίσκονται εκεί, σε μια χαραμάδα που αφήνει το σκοτάδι να μπει. Στο τελευταίο γράμμα είχε ανοιχτεί στη θεία Κορτέσα. Της είχε μιλήσει για εκείνο το βάρος που ένιωθε, για το πόσο δεν μπορούσε να χαρεί πια τη ζωή και για το πόσο είχε αρχίσει να θέλει την πόρτα του μισάνοιχτη τα βράδια. Το γράμμα που έλαβε ήταν αυτό που κρατούσε τώρα στα χέρια του και τον προέτρεπε τηλεγραφικά να πάει πίσω στο παλιό, άδειο σπίτι.
Την έσπρωξε δυνατά για να ανοίξει και του φαινόταν σαν κάτι να υπάρχει από πίσω και να βρίσκει αντίσταση. ‘Όσο τα μάτια του συνήθισαν σταδιακά στο μισοσκόταδο του χώρου, το ξάφνιασμα που ένιωσε τον μούδιασε. Αυτό που εμπόδιζε την πόρτα ήταν ένας τεράστιος όγκος από βιβλία. Βρίσκονταν ουσιαστικά παντού. Μισάνοιχτα, το ένα πάνω στο άλλο, σχημάτιζαν ένα σώμα που είχε απλωθεί σε όλο το δωμάτιο με μια γενναία δόση σκόνης. Κάλυπτε όλο το πάτωμα, έφτανε μέχρι το διάδρομο που οδηγούσε στη μικρή κουζίνα και στα υπνοδωμάτια και στο μπάνιο. Οι τοίχοι ήταν τελείως γυμνοί και δεν υπήρχαν καθόλου έπιπλα παρά μόνο μία παλιά ξύλινη πολυθρόνα που πάνω της είχαν σκαρφαλώσει βιβλία και έμοιαζαν να είχαν βολευτεί στα μπράτσα της. Έμεινε εκεί για να συνηθίσει την εικόνα αυτή για λίγο και πήρε μια βαθιά ανάσα μπαίνοντας μέσα. Ποτέ δε θυμόταν να υπάρχουν τόσα βιβλία στο σπίτι. Μα πού πήγαν όλα τα έπιπλα; Έκανε να τα σπρώξει για να προχωρήσει αλλά δυσκολεύτηκε. Πάτησε το διακόπτη για το φως αλλά δεν ανταποκρίθηκε. Το σαλόνι δεν είχε παράθυρο κι έτσι άφησε την πόρτα ανοικτή για να μπαίνει το φως της μέρας. Περπάτησε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε πάνω τους. Η περίεργη αίσθηση ότι πατούσε ένα σώμα και όχι πεταμένα βιβλία κέρδιζε έδαφος. Χάζεψε αυτά που βρίσκονταν πάνω–πάνω. Κάποια ήταν εικονογραφημένα βιβλία του Ιούλιου Βερν που τον διάβαζε συχνά όταν ήταν μικρός, κάποια ήταν ταξιδιωτικά με παλιές γκραβούρες που δεν τα θυμόταν καθόλου, άλλα ήταν δερματόδετα και άλλα ήταν τόσο παλιά που ήταν έτοιμα να διαλυθούν. Μέσα σε ένα τέτοιο όγκο βιβλίων και σε αυτήν τη μορφή θα του έπαιρνε τουλάχιστον μια μέρα να βρει ένα συγκεκριμένο με πράσινη ράχη. Μα τι σκεφτόταν η θεία Κορτέσα όταν του ζήτησε κάτι τέτοιο; Κάθισε πάνω στην τεράστια στοίβα και προσπάθησε να τα ξεχωρίσει. ‘Έμοιαζαν σαν να είναι κολλημένα και κάθε ένα που κατάφερνε να τραβήξει ήταν σαν να ξεκολλάει ένα ζωντανό κομμάτι από ένα πολύ νοσηρό σύνολο που δεν μπορούσε να ερμηνεύσει. Τα περισσότερα βιβλία είχαν σκοτεινές εικονογραφήσεις. Στην αρχή δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω τους και πάλευε να θυμηθεί αν ήταν τα ίδια με αυτά της παιδικής του ηλικίας. Πολλές σκιές, πολύ σκοτάδι, η απειλή και ο κίνδυνος υπήρχε σε όλα σαν ένα υπονοούμενο που τα σκέπαζε. Ποτέ δεν είχε αντικρίσει τόσο σκοτεινή τη θάλασσα όσο σε εκείνον τον Μόμπυ Ντικ που φυλλομέτρησε, ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοιο σφίξιμο στο στομάχι με την εικόνα εκείνου του Ροβινσώνα στο έρημο νησί. Όσα βιβλία έκλεινε και σιγουρευόταν ότι δεν είχαν πράσινη ράχη τα τοποθετούσε σε στοίβες κοντά στον τοίχο και έτσι προσπαθούσε να κάνει ένα πέρασμα, ένα μικρό διάδρομο που θα τον έβγαζε στην πίσω μεριά του σπιτιού. Εκμεταλλευόταν το φως που έμπαινε από την πόρτα και υπολόγιζε να τελειώνει όσο πιο γρήγορα μπορούσε και να ξεκουραστεί στον κήπο με τα περίεργα δέντρα της θείας Κορτέσας. Ένα μικρό στοίχημα με τον εαυτό του που έπρεπε οπωσδήποτε να κερδίσει.
Όταν κοίταξε το ρολόι του ξανά είχαν περάσει ήδη πέντε ώρες. Ο ήλιος του μεσημεριού είχε ζεστάνει κάπως το χώρο αλλά όχι τις σκέψεις του. Ένιωθε πιο μπερδεμένος από ποτέ. Διέτρεχε τα βιβλία, είχε φτιάξει ένα υποτυπώδες πέρασμα, στοίβαζε τα βιβλία που τα περισσότερα είχαν μαύρη ή καφέ ράχη και μαζί με αυτά διέτρεχε τη ζωή του. Τα παιδικά του χρόνια, οι αναμνήσεις γύριζαν στο μυαλό του σαν τις σελίδες των βιβλίων και μπλέκονταν με μια γλυκόπικρη αίσθηση απώλειας. Ένιωθε το χρόνο εκείνο το μεσημέρι να είναι αμείλικτος και τρομακτικός που περνάει και αφήνει πίσω του ίχνη και θραύσματα από ανασφάλειες, σωστές επιλογές ή όχι και πολλά «αν» που έχουν μείνει αναπάντητα. Μέσα σε αυτές τις πέντε ώρες είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για όλα όσα θεωρούσε σίγουρα στη ζωή του. Τις σχέσεις του με τους γονείς του, τη δουλειά του, την οικογένειά του αλλά πάνω από όλα για τον ίδιο του τον εαυτό που δυσκολευόταν να τον διαχειριστεί ως ενήλικα. Μια δόση φόβου και απογοήτευσης είχε βγάλει ρίζες σταδιακά μέσα του και όσο περνούσε η ώρα, τόσο έβρισκε μάταιο το εγχείρημα. Πού θα το έβρισκε αυτό το βιβλίο ανάμεσα σε τόσα; Tι νόημα είχαν όλα αυτά;
Το μεσημέρι έγινε απόγευμα και εκεί λίγο πριν χαθεί τελείως το φως της ημέρας κάτι περίεργο άρχισε να συμβαίνει στο ήδη περίεργο σκηνικό. Το βιβλίο με τον τίτλο “Τα μυστικά της Μαύρης Θάλασσας” άρχισε να στάζει.
Όχι, όχι, κυριολεκτώ. Μικρές μαύρες σταγόνες ένιωσε στα δάχτυλά του και πότισαν τις σελίδες. Οι σταγόνες αυτές έγιναν ένα μικρό ρυάκι που κύλησε στις σελίδες των άλλων βιβλίων που βρίσκονταν σχεδόν κολλημένα το ένα με το άλλο, έγινε αστραπιαία ένα μαύρο ποτάμι που γέμισε το δωμάτιο, χωρίς να χύνεται στην ανοιχτή πόρτα, ένας ορμητικός χείμαρρος που η στάθμη του ανέβαινε επικίνδυνα, που τον παρέσυρε με την ορμή του. Τον έσπρωξε στο διάδρομο και όσο τα κύματα ψήλωναν, απεγνωσμένα προσπαθούσε να πιαστεί από ένα γυμνό σπίτι με χιλιάδες βιβλία που είχαν παρασυρθεί κι αυτά σε αυτήν τη μανιασμένη θάλασσα. Πόσο μάταιο ήταν να φτιάχνει τόση ώρα έναν διάδρομο για να περάσει όταν, σε κλάσματα δευτερολέπτων, όλα είχαν γίνει μια μαύρη δίνη που τον έσπρωχνε μόνο προς τα πάνω. Τον χώριζαν λίγα εκατοστά από το ταβάνι πια. Του φαινόταν αδιανόητο ότι θα πνιγόταν μέσα στο σπίτι που μεγάλωσε από λίγες μαύρες σταγόνες που είχαν γίνει μια ορμητική μαύρη θάλασσα. Με κοφτές ανάσες χτυπούσε με τα χέρια του και τα πόδια του το ταλαιπωρημένο ταβάνι που του φαινόταν σαν τη μόνη σωτηρία. Χτυπούσε μανιασμένα με κραυγές, σαν ένα αγρίμι εγκλωβισμένο στο πιο περίεργο κλουβί. Το πείσμα του δικαιώθηκε και μια τρύπα άνοιξε στη στέγη και πιάστηκε αμέσως από την άκρη της. Τα νερά άρχισαν να υποχωρούν με έναν θόρυβο που έμοιαζε με λυγμό, αλλά ίσως και να το φαντάστηκε.
Βρισκόταν κρεμασμένος από εκείνη την τρύπα στην οροφή που τον χωρούσε ίσα-ίσα να σκαρφαλώσει. Το σώμα του πονούσε παντού αλλά κατάφερε να βγει στα κεραμίδια και να ξαπλώσει ξέπνοος και τρομοκρατημένος σε μια γωνιά που του φαινόταν σταθερή. Το λιγότερο που ήθελε τώρα ήταν να γκρεμιστεί από τα κεραμίδια.
Η καρδιά του βρήκε τους ήρεμους παλμούς της και ανακάθισε. Ο κήπος στο πίσω μέρος του σπιτιού φαινόταν όπως τον θυμόταν, μόνο που τώρα είχε γίνει πια ζούγκλα, αφού κανείς δεν τον περιποιόταν πια. Ξερά χόρτα είχαν μπλεχτεί στα περίεργα δέντρα της θείας Κορτέσας. Η πόλη φαινόταν από ψηλά τώρα τόσο μικρή και μακρινή. Η ανησυχία που είχε μέχρι τώρα φαινόταν τόσο ασήμαντη μπροστά σε αυτήν την περιπέτεια που μόλις είχε ζήσει. Ο κάθε φόβος του φαινόταν ανούσιος μπροστά στα απειλητικά μαύρα νερά που παραλίγο να τον πνίξουν. Γύρισε το βλέμμα του και είδε ένα σκονισμένο βιβλίο κοντά στην άκρη της στέγης. Με πολύ προσεκτικές κινήσεις έφτασε κοντά του και το πήρε στα χέρια του. Το φύσηξε για να φύγει η σκόνη που είχε και δύο μικρά φύλλα ξερά που είχαν κολλήσει πάνω του. Το εξώφυλλο ήταν σκούρο και τα γράμματα είχαν σβηστεί. Το άνοιξε και το φυλλομέτρησε. Κάποιες σελίδες ήταν σκισμένες και είχαν κιτρινίσει λίγο από τον καιρό αλλά όλες ήταν άδειες. Καμία λέξη δεν είχε γραφτεί. Ήταν ένα ταλαιπωρημένο, κενό από λέξεις βιβλίο. Χαμογέλασε πονηρά. Ήταν σίγουρος πως, αν το γύριζε στο πλάι να δει τη ράχη του, θα ήταν πράσινη. Το γύρισε. Γέλασε δυνατά. Η δερμάτινη, φθαρμένη ράχη του είχε μια χακί απόχρωση. Άφηνε το γέλιο του να το πάρει ο αέρας και να το μεταφέρει σε μια πόλη που θα άφηνε σε λίγο για να προλάβει το τρένο. Θα γύριζε στην ενήλικη ζωή του, σε ό,τι φοβόταν και πίστευε ότι τον πήγαινε πίσω. Θα έπαιρνε τη σημερινή, ξαφνική του μαύρη θάλασσα για να του θυμίζει ότι οι μεγάλοι φόβοι και αναστολές της καθημερινότητας είναι για να ρίχνεται μέσα τους όπως έκανε και σήμερα. Ο χρόνος θα έφερνε πολλά στο πέρασμα του. Καλό θα ήταν να συμφιλιωθεί μαζί του, στο βαθμό που μπορούσε. Το πρώτο πράγμα που θα έκανε όταν έφτανε σπίτι θα ήταν να στείλει το βιβλίο στη θεία Κορτέσα, χωρίς φυσικά να της γράψει κάτι. Θα ακολουθούσε τους κανόνες της. Αυτό που του πέρασε από το μυαλό ήταν πώς θα κατέβαινε από τη στέγη κι η σκέψη αυτή τον έκανε να γελάσει ακόμα πιο δυνατά.