«Μη φοβηθείς, θα υπάρχει πάντα ένα φως», άκουσε την ταραγμένη φωνή της μητέρας της και μετά ένιωσε τη βαλίτσα να κλείνει. Όντως, το φως έμπαινε από τη μικρή τρύπα που υπήρχε πάνω δεξιά, κοντά στο φθαρμένο λουρί που την συγκρατούσε. Αν τέντωνε το κεφάλι της ίσως μπορούσε να δει τι γινόταν εκεί έξω. Προς τα παρόν, προσπαθούσε να τιθασεύσει τα δάκρυά της πάνω στη χοντρή ζακέτα που της είχαν φορέσει. Ήταν ένα μικρό κορίτσι σε μια βαλίτσα που ετοιμαζόταν να κάνει ένα μεγάλο ταξίδι.
Οι γονείς της ετοίμασαν τη βαλίτσα του παππού με κάποια από τα πράγματά της. Έβαλαν στις γωνίες την αγαπημένη της κούκλα, που την έβαζε κρυφά στην τσάντα του σχολείου και την είχε πάντα μαζί της και τις φωτογραφίες που είχαν τραβήξει από τα προπέρσινα της γενέθλια στον κήπο. Είχε έρθει κι η θεία Σάιμα με τον ξάδερφό της Τζοράμ και έπαιζαν όλο το απόγευμα. Τη θυμόταν αυτή τη μέρα και στη φωτογραφία φαίνεται αναψοκοκκινισμένη από το κυνηγητό. Οι μεγάλοι έπιναν λεμονάδα και μιλούσαν σε πηγαδάκια και εκείνη έτρεχε με τις φίλες της και τα ξαδέρφια της. Φαινόταν ξέγνοιαστη και μάλλον ευτυχισμένη. Στο κέντρο της βαλίτσας υπήρχε ένα κενό. Σε αυτό θα κουλουριαζόταν, σα μικρή γάτα, και θα έμενε όσο κρατούσε το ταξίδι, μαζί με το παγουράκι της γεμάτο νερό και ένα σακουλάκι αμαμούλ με χουρμάδες. Της είχε υποσχεθεί ο πατέρας της ότι μόνο εκείνος θα κρατούσε τη βαλίτσα.
«Μα πού θα πάμε;» είχε ρωτήσει τρομαγμένη.
«Πρέπει να φύγουμε γιατί εδώ πλέον δεν είμαστε ασφαλείς. Τις νύχτες όταν έρχεσαι και τρυπώνεις στο κρεβάτι μας γιατί ακούς τα κανόνια, όπως τα λες, τρέμεις σαν το φύλλο. Πρέπει να κάνουμε ένα ταξίδι και, όταν περάσουμε μια μεγάλη θάλασσα, τότε θα σταματήσεις να φοβάσαι», της είπε ο πατέρας της.
«Μα γιατί πρέπει να είμαι στη βαλίτσα;» αναρωτήθηκε με παράπονο.
«Θέλω να κάνεις εσύ το δικό σου ταξίδι και όταν περάσουμε τη θάλασσα θα μου το διηγηθείς. Ίσως μια μέρα σου πούμε και εμείς το δικό μας».
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν εκείνο το πρωί, μόλις που είχε αρχίσει να χαράζει. Τρύπωσε στη βαλίτσα και αφέθηκε στη μεταφορά της, νιώθοντας τη σιγουριά του πατρικού της χεριού στο χερούλι. Το φως έμπαινε και σκόρπιζε τη ζέστη και μια νότα αισιοδοξίας ότι όλα θα πάνε καλά. Ήταν σαν να βρίσκεται στην κοιλιά ενός περίεργου κήτους που τρανταζόταν και έφερνε αλλοιωμένους όλους τους ήχους. Η μικρή, εγκλωβισμένη σε εκείνη την πρωτόγνωρη μήτρα ενός άλλου δούρειου ίππου, αγκαλιά με την κούκλα της, προσπαθούσε να αφουγκραστεί τον έξω κόσμο. Αφουγκραζόταν τα βήματα του πατέρα της πάνω στο δρόμο, πάνω στις πέτρες και στα χώματα. Κουβέντες όπως: «Πρόσεχε εδώ, είναι απότομα», ή « θα σταματήσουμε σε λίγο, όχι εδώ», ήταν και οι μόνες που άκουγε.Το βήμα στην αρχή ήταν ζωηρό, γεμάτο ενέργεια. Όσο το φως έγερνε, όπως και η μέρα, έτσι έγερνε και το βήμα. Γινόταν αργό και βάραινε. Οι γονείς της περπατούσαν και την οδηγούσαν έξω από το παιδικό της δωμάτιο, έξω από την πόλη της και τον κόσμο της αθόρυβα, ήσυχα, αλλά με μια ένταση εκκωφαντική. Όσο κι αν ήθελε να δει τι γίνεται έξω, δεν κατάφερνε να τεντώσει το κεφάλι της σε τόσο περιορισμένο χώρο. Το περιεχόμενο της βαλίτσας ήταν ο μικρόκοσμός της.
Το δικό της ταξίδι ήταν μοναχικό αλλά ήδη είχε διανύσει με το δικό της τρόπο πολλά χιλιόμετρα. Κρατώντας σφιχτά την κούκλα της, πέρασε από ένα τσίρκο και ελευθέρωσε τους αλυσοδεμένους ελέφαντες. Την πήραν στη ράχη τους και την οδήγησαν στο σπίτι τους, στα βάθη του μαγεμένου δάσους και τη βοήθησαν να σκαρφαλώσει στα δέντρα. Θα ενθουσιαζόταν ο πατέρας της με τις περιπέτειές της μόλις τελείωνε το ταξίδι τους. Ο ήλιος χάθηκε και το κρύο έμπαινε από το άνοιγμα. Το βήμα του πατέρα της γινόταν όλο και πιο αργό. Και το δικό της όμως τώρα είχε χάσει την ενέργειά του. Ο άνεμος τη χτυπούσε στο πρόσωπο καθώς περπατούσε στο χιονισμένο βουνό στη δίνη της χιονοθύελλας. Έπρεπε να μη μείνει πίσω γιατί οι υπόλοιποι ορειβάτες ήταν πολύ πιο μπροστά και δεν ήθελε να χαθεί με την κούκλα της στο λευκό τρομακτικό τοπίο. Μεγάλη αγωνία περνούσε αλλά ήταν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνε. Ο ταραγμένος ύπνος της μπέρδεψε περισσότερο τα πράγματα γιατί βρέθηκε ξαφνικά στο βυθό μιας λίμνης, κολυμπώντας με μια παρέα χρυσόψαρα με τεράστιες ουρές που μπλέκονταν στα μαλλιά της και γαργαλούσαν τη μύτη της. Το φως ερχόταν και έφευγε. Ο πατέρας της κρατούσε σταθερά τη βαλίτσα και περπατούσε αποφασιστικά στο δικό του μονοπάτι προς έναν καινούργιο κόσμο. Κάποιες φορές άκουγε τη φωνή της μητέρας της να της μιλάει τρυφερά. Ο χρόνος είχε πάρει άλλη διάσταση. Ξεδίπλωνε και τυλιγόταν πάλι στα χέρια της, όπως εκείνο το παιχνίδι ελατήριο, που την ξετρέλαινε όταν ήταν ακόμα πιο μικρή.
Κατάλαβε ότι το ταξίδι έφτανε στο τέλος του, όταν ένιωσε να λικνίζεται με τη θάλασσα. Με ανακούφιση αγκάλιασε σφιχτά την κούκλα της και αφέθηκε στην παλινδρομική κίνηση του νερού, που πάντα έχει τον τρόπο να επιβάλλεται στην αγριάδα και στους φόβους. Ήθελε τόσο πολύ να δει τους γονείς της! Αυτή τη φορά ήθελε να περπατήσουν παρέα το μονοπάτι στο καινούργιο. Ο ύπνος πρέπει να ήρθε, γαλήνιος αυτή τη φορά.
Τα νύχια της χώθηκαν στο δέρμα της κούκλας καθώς το νανούρισμα της θάλασσας άρχισε να γίνεται όλο και πιο άγριο με τα πρώτα νερά να τρυπώνουν στη βαλίτσα. Ήταν σίγουρη ότι ο πατέρας της θα της άνοιγε και θα την έπαιρνε αγκαλιά να μη φοβάται. Όμως, δεν το έκανε. Πανικοβλήθηκε. Τα νερά συνέχιζαν να μπαίνουν με τρομακτική ταχύτητα. Η θάλασσα αγρίευε. Σκοτάδι και νερό παντού. Άρχισε να ουρλιάζει. Δεν μπορεί, κάποιος θα την άκουγε να της ανοίξει. Με τα μικρά της χέρια άρχισε να χτυπάει τα τοιχώματα για να μπορέσει να ελευθερωθεί. Η βαλίτσα γέμιζε νερά και απόγνωση. Όχι, δεν μπορούσε να την ανοίξει. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Τι είχε συμβεί; Πού ήταν οι γονείς της; Το ταξίδι σταματούσε απότομα εδώ; Tης υποσχέθηκαν έναν καινούργιο κόσμο μετά τη μεγάλη θάλασσα. Δεν υπάρχει τίποτα λοιπόν; Έκλεισε τα μάτια της και, λίγο πριν τα νερά γεμίσουν τα ρουθούνια της, είδε από τη χαραμάδα της βαλίτσας το τεράστιο κήτος να πλησιάζει. Το αναγνώρισε. Είχε βρεθεί στην κοιλιά του ξανά. Ίσως το ταξίδι της να άρχιζε πάλι από την αρχή.