Τον έλεγαν Φλυν και είχε φακίδες. Την έλεγαν Φελίσιτυ και είχε ένα κενό στα μπροστινά της δόντια. Ήταν πολύ ψηλός, πολύ λεπτός και θα μπορούσε να είναι ένα μοναχικό κυπαρίσσι στην άκρη ενός δάσους. Ήταν μικροκαμωμένη με ατίθασα μαλλιά και θα μπορούσε να είναι φύκι να το παρασέρνει το νερό. Βλέπονταν κάθε μέρα. Ο Φλυν ήταν ένας από τους καμαρότους. Η Φελίσιτυ ήταν μία από τις καμαριέρες. Δούλευαν στο ίδιο ξενοδοχείο, στο πεντάστερο Βακασιόν, «το κόσμημα της λουτροπόλεως», όπως καυχιόταν ο διευθυντής του. Οι βάρδιές τους συνέπιπταν. Θα τον χάζευε όταν συνόδευε τους πελάτες με τις βαλίτσες τους στο ασανσέρ και πάντα είχε το βλέμμα του χαμηλά. Λες και μετρούσε τις ψηφίδες του μωσαϊκού και είχε μάτια μόνο για αυτές. Κι όμως. Θα τη χάζευε όταν περνούσε από τους διαδρόμους, κρατώντας τα σεντόνια για το πρωινό άλλαγμα. Χτυπούσε τις πόρτες διακριτικά, σχεδόν με ένα φόβο. Ο χαιρετισμός τους ήταν ένα νεύμα στιγμιαίο και νευρικό. Ο διευθυντής δεν ήθελε αβρότητες μεταξύ των εργαζομένων. Διατηρούσε ένα αυστηρό περιβάλλον εργασίας και όλοι έπρεπε να ακολουθούν τους κανόνες του.
Δεν ήξερε τίποτα άλλο για αυτόν. Ερχόταν με το ταλαιπωρημένο του ποδήλατο κάθε πρωί και το πάρκαρε πίσω από τα γήπεδα τένις. Αργά το απόγευμα έφευγε, μάλλον για την πόλη, με τον ίδιο τρόπο. Τον τελευταίο καιρό ήθελε να του χαρίσει κάτι, για να τη θυμάται, για να του ξυπνήσει μια σπίθα μέσα του. Κάτι όμορφο, σαν όλα αυτά που έβρισκε στα κομοδίνα των δωματίων, όπου έμπαινε για να συμμαζέψει και να αλλάξει σεντόνια. Έβρισκε χρυσά ρολόγια, ασημένιες θήκες με επαγγελματικές κάρτες, δερμάτινα πορτοφόλια. Ήταν πολύ εντυπωσιακά αλλά φανταζόταν ότι εκείνος θα ενθουσιαζόταν με κάτι πιο απλό. Με ένα ζευγάρι μανικετόκουμπα, για παράδειγμα, σαν και αυτά του κυρίου Φρεντερίκ στο δωμάτιο 603. Δεν ήταν τα κλασικά σοβαρά που φόραγαν οι τραπεζίτες και τα στελέχη αλλά δύο ασημένια γουρουνάκια. Την έκαναν να χαμογελάει κάθε μέρα. Πάντα έβρισκε στο κομοδίνο του ένα με δύο ζευγάρια, παρατημένα, σαν να μην τα νοιαζόταν, να τα θεωρούσε δεδομένα. Δεν ήταν έτσι όμως. Αν ο κύριος Φρεντερίκ δεν τα εκτιμούσε, σίγουρα ο Φλυν θα το έκανε.
Δεν ήξερε τίποτα άλλο για αυτήν. Δεν ήξερε καν τι ώρα έπιανε βάρδια. Πάντα την έβρισκε εκεί, να πηγαινοέρχεται στα δωμάτια ή, άλλες φορές, να βοηθάει στην αίθουσα του πρωινού με το σερβίρισμα του καφέ. Φαινόταν στα μάτια του τόσο μικρή και εύθραυστη, τόσο ακατάλληλη για αυτό που έκανε. Τον τελευταίο καιρό ήθελε να της χαρίσει κάτι. Κάτι όμορφο και θηλυκό, σαν και αυτά που έβλεπε να φοράνε οι κυρίες που περίμεναν το ασανσέρ μαζί του για να τους ανεβάσει τις βαλίτσες στο δωμάτιο. Κοσμήματα πολύτιμα που έλαμπαν, χτενάκια με πολύτιμους λίθους που στόλιζαν τα μαλλιά, κασμιρένια παλτό που τις κρατούσαν ζεστές και εκείνα τα αρώματα που γέμιζαν ανοιξιάτικα λουλούδια τη διαδρομή μέχρι τους ορόφους τους. Φανταζόταν, όμως, ότι πάνω της θα ταίριαζε περισσότερο ένα σάλι για να χαϊδεύει διακριτικά το λαιμό της, όπως αυτό το μεταξωτό της κυρίας Φριντμίλα στο 306. Του είχε κεντρίσει την προσοχή γιατί ήταν βαθύ μπλε με μωβ σκούρο. Έμοιαζε σαν τη θάλασσα που χύνεται στη νύχτα. Τον μαγνήτιζε το χρώμα και φανταζόταν ότι πάνω στο λαιμό της θα ήταν σαν αλμυρό, νυχτερινό φιλί.Τις τελευταίες πέντε μέρες, που την πετύχαινε στο ασανσέρ ή στους χώρους του ξενοδοχείου, δεν μπορούσε να βγάλει το βλέμμα του από πάνω του. Μια πονηρή ιδέα του είχε μπει στο μυαλό και πάλευε με τη συνείδησή του για να τη διώξει. Ήταν βέβαιος ότι η κυρία Φριντμίλα δε θα έδινε σημασία, αν μια μέρα απλά δεν έβρισκε το σάλι της. Σίγουρα θα υπέθετε ότι το είχε ξεχάσει κάπου και δε θα το αναζητούσε ποτέ ξανά, όταν αγκάλιαζαν το λαιμό της τόσο φανταχτερά κοσμήματα και το σώμα της πανάκριβες γούνες. Το δικό της σάλι όμως θα αγκάλιαζε το λαιμό της Φελίσιτυ και θα του έδινε την ψευδαίσθηση ότι ήταν τα δικά του δάχτυλα που τον άγγιζαν.
Όλα έγιναν σε ένα μισάωρο το πρώτο πρωινό του Απριλίου. Μετά από τρεις εβδομάδες προβληματισμού, ο καθένας είχε καταστρώσει το σχέδιό του και το εφάρμοσε χωρίς δισταγμό. Όταν σερβιρίστηκε το πρωινό, η Φελίσιτυ ανέβηκε για να στρώσει τα κρεβάτια και τρύπωσε τα μανικετόκουμπα στην τσέπη της. Ο Φλυν, με μια επαγγελματική δεξιότητα, τράβηξε απαλά το σάλι από το τακούνι της κυρίας Φριντμίλα, που είχε μπλεχτεί όταν της έπεσε από το λαιμό, καθώς μπήκε στο ασανσέρ φορτωμένη με ψώνια. Η ίδια δεν κατάλαβε τίποτα, προς στιγμήν μάλιστα πίστεψε ότι ανατρίχιασε γιατί κρύωνε πολύ εκείνο το πρωί. Τρύπωσε το σάλι στην τσέπη του. Τα μανικετόκουμπα έκαιγαν στα χέρια της. Ήταν η πρώτη φορά που ξεπερνούσε τα όρια της ηθικής. Την έκαιγαν να του τα δώσει με κάποιο τρόπο. Το σάλι το ένιωθε σαν νερό που κυλάει και θα χαθεί μέσα από την τσέπη του. Ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι παράνομο και κάτι τόσο τολμηρό. Ήθελε να της το δέσει στο λαιμό πριν στερέψει από θάρρος.
Η πρώτη φορά που έμειναν μόνοι τους ήταν δύο ώρες μετά στο γραφείο του διευθυντή. Παραδόξως και κόντρα στην ισχυρή τους πεποίθηση για το αντίθετο, οι ιδιοκτήτες των αντικειμένων κινητοποιήθηκαν μόλις αντιλήφθηκαν την απουσία τους. Η κυρία Φριντμίλα είχε ένα ιδιαίτερο δέσιμο με το εν λόγω σάλι γιατί ήταν της μητέρας της και για αυτήν ήταν ένας τρόπος να τη θυμάται. Για τον κύριο Φρεντερίκ πάλι, ήταν το πρώτο δώρο που του είχε χαρίσει η γυναίκα του και τα αγαπούσε πολύ, παρόλο που τα είχε πεταμένα στο κομοδίνο του λες και ήταν ένα σκουπιδάκι του δρόμου. Με εντολή της διεύθυνσης, έγινε έλεγχος σε όλο το προσωπικό και, καθώς δεν είχαν προλάβει ακόμα να τα χαρίσουν στο πρόσωπο που τους ενέπνευσε να τολμήσουν κάτι τέτοιο, βρέθηκαν στις τσέπες τους. Ο διευθυντής ήταν ανάστατος όταν ξεκίνησε να τους μιλάει. Υπήρξαν η «ντροπή του ξενοδοχείου, αυτού του κοσμήματος της λουτροπόλεως», και τους ρώτησε αν ήταν συνεργοί. Ψέλλισαν πως ο καθένας είχε ενεργήσει μόνος του. Η έκπληξη ήρθε όταν τους ρώτησε για ποιο λόγο το έκαναν. Δεν είχαν δώσει κανένα δικαίωμα μέχρι τώρα και ο ίδιος ήταν πολύ ευχαριστημένος από τη δουλειά τους. Ο Φλυν, μετά από ένα λεπτό σιωπής, σχεδόν ψιθυριστά είπε: «Ήθελα να στο χαρίσω», γυρνώντας προς το μέρος της. Η Φελίσιτυ κοκκίνισε και είπε απλά: «Kι εγώ». Ίσως να ειπώθηκε και κάτι ακόμα αλλά σαν να το πήρε ο αέρας και να το έβγαλε έξω από το ανοιχτό παράθυρο.
Απολύθηκαν την ίδια στιγμή, αφού επέστρεψαν τα αντικείμενα της αρπαγής στους ιδιοκτήτες τους. Ο διευθυντής του ξενοδοχείου προσπάθησε να δικαιολογήσει την κατάσταση μιλώντας για τη δύναμη του ανοιξιάτικου έρωτα και έστειλε από ένα καλάθι με ακριβά κρασιά και λουλούδια στον κ. Φρεντερίκ και την κυρία Φριντμίλα για να σκεπάσει το πρωτοφανές σκάνδαλο της κλοπής. Ο Φλυν, σφίγγοντας το ποδήλατό του και τα δόντια του από οργή, περίμενε τη Φελίσιτυ στην πίσω πόρτα του ξενοδοχείου. Η ντροπή ξεχείλιζε από κάθε πόρο του δέρματός του αλλά εκεί στο βάθος έκαιγε και ένας ενθουσιασμός για να γυρίσει πίσω στην πόλη. Μαζί της. Η Φελίσιτυ, βγαίνοντας με δακρυσμένα μάτια, κοντοστάθηκε και τον κοίταξε. Κρατούσε σφιχτά το παλτό της στα χέρια. Η νύχτα έπεφτε γλυκά και σκέπαζε όλα τα παραστρατήματα. Χωρίς να ειπωθεί τίποτα μεταξύ τους, ξεκίνησαν τη διαδρομή προς το κέντρο της πόλης. Η άνοιξη είχε τρυπώσει για τα καλά.