Είχε γυρίσει στο σπίτι της μάνας του στο χωριό εδώ και ένα χρόνο. Έκλεισε το εργοστάσιο, όπου δούλευε, και είχε ζοριστεί με τα έξοδα στην πόλη. Εδώ υπήρχε ένα άδειο σπίτι τουλάχιστον να τον περιμένει, έστω για ένα διάστημα, μέχρι να δει τι θα κάνει. Είχε να πατήσει το πόδι του από την κηδεία της πρόπερσι την άνοιξη. Του είχε στοιχίσει και έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Δεν ήθελε να έχει σχέση ούτε με το σπίτι, ούτε με τον τόπο όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια, ούτε με τους ανθρώπους που μεγάλωναν μαζί του. Του φάνηκε το ίδιο δύσκολο να πάρει την απόφαση και να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά εκείνο το πρωινό. Το καθάρισε, πέταξε πράγματά της, το αέρισε να φύγει η υγρασία και η κλεισούρα, ξεχορτάριασε τον κήπο που είχε μαραζώσει, επισκεύασε ένα κομμάτι της στέγης που ήταν έτοιμη να πέσει. Έγινε πάλι σπίτι ζεστό. Οι συγχωριανοί του έτρεξαν να τον βοηθήσουν αφού ήταν ο μοναχογιός της Κρυσταλλίας, που όλοι την αγαπούσαν κι ήξεραν τι αδυναμία του είχε. Εκείνος όμως τους κρατούσε σε απόσταση, σαν να ντρεπόταν για την επιστροφή του, σαν να ντρεπόταν που δεν τα κατάφερε στη μεγάλη πόλη, σαν να ντρεπόταν για όλες τις δικές του μικρές αποτυχίες που στα μάτια του φαίνονταν θεόρατες. Δεν ήθελε πολλά πάρε-δώσε μαζί τους και έτσι, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, έκαναν πίσω. Δεν τον ενοχλούσαν και το ίδιο έκανε κι εκείνος.
Ο καιρός περνούσε και τα λεφτά του τελείωναν. Στο χωριό δεν είχε ελπίδα ούτε για ένα μεροκάματο. Σαραντάριζε και έπρεπε να πάρει σοβαρές αποφάσεις για τη ζωή του. Όλα του έδιναν την εντύπωση ότι κρέμονταν από μια κλωστή. Το άγχος και η απελπισία τον έτρωγαν και δεν ήταν άνθρωπος να ζητήσει βοήθεια. Ήταν πολύ περήφανος για την προσφορά και τη συγχώρεση. Οι αγωνίες και όλες οι θύμησες τον βασάνιζαν και τον ξαγρυπνούσαν. Ήταν ολόκληρος άντρας και φοβόταν σα μικρό παιδί το μέλλον και τη ζωή του.
Μέχρι που έγινε κάτι πολύ περίεργο εκείνη τη νύχτα, παραμονή Πρωτομαγιάς. Μετά από μια εβδομάδα έντονης αϋπνίας και πονοκεφάλων ξάπλωσε κουρασμένος και ανήσυχος. Όπως κάθε βράδυ, στριφογύριζε ιδρωμένος με όλες τις σκέψεις του να τον κυνηγούν. Άκουσε ένα μικρό χτύπο στο παράθυρο και σηκώθηκε αλαφιασμένος. Το άνοιξε. Δεν είδε κανέναν. Καθώς το έκλεινε, άκουσε ένα βόμβο και κοίταξε χαμηλά στο περβάζι. Ένα έντομο που έμοιαζε με χρυσόμυγα βρισκόταν εκεί στο ασβεστωμένο πεζούλι και πάλευε σαν να είχε τσακωθεί με τα φτερά του. Πάλευε λες και ήθελε να τα ξεκολλήσει από το ιριδίζον σώμα του. Όσο το χάζευε, θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια. Μαζεύονταν όλα τα παιδιά τα μεσημέρια του καλοκαιριού στην πλατεία του χωριού και έπαιζαν μέχρι να τα φωνάξουν για φαγητό και για ύπνο οι μανάδες τους. Όταν έβρισκαν χρυσόμυγες, το πόσο τις βασάνιζαν δε λεγόταν. Τις έδεναν με σπάγκους κι έριχναν χώματα και πέτρες, τις φυλάκιζαν σε μικρά μεταλλικά κουτιά για να τις ακούνε να βουίζουν με αγωνία. Ο ίδιος τις φοβόταν όσο τίποτα στον κόσμο. Τον τρόμαζε το απόκοσμο χρώμα τους αλλά προσπαθούσε να μην το δείξει στα άλλα παιδιά και τον κοροϊδέψουν. Έτσι, ήταν ο μόνος που πάντα του ξέφευγαν αλλά έπρεπε να τις χαζεύει ως έπαθλο στα χέρια των βασανιστών τους και να υποκρίνεται ότι προσπαθεί κι εκείνος να πιάσει τόσες. Μεγάλος στην πόλη δεν έβλεπε χρυσόμυγες και η φοβία αυτή είχε μείνει στο πίσω μέρος του μυαλού του, ξεχασμένη. Εκείνο το βράδυ όμως η ξεχασμένη αυτή αίσθηση της απειλής γύρισε μέσα του και έκανε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Κι όταν το συνειδητοποίησε αυτό, έγινε το πιο αλλόκοτο πράγμα. Η χρυσόμυγα άρχισε να μεγαλώνει. Ο κορμός της όλο και φούσκωνε και ο βόμβος γινόταν όλο και πιο ζωηρός. Πήγε να κλείσει το παράθυρό αλλά είχε ήδη βάλει το μισό της σώμα και ετοιμαζόταν να ανοίξει τα φτερά της που όλο και μεγάλωναν και σε λίγο θα ξεπερνούσαν το δικό του μπόι.
Μπήκε πετώντας και κουλουριάστηκε στο ξύλινο πάτωμα χωρίς να σταματάει το ρυθμικό της βόμβο. Ένιωθε την ανάσα του να βγαίνει με δυσκολία. Αν έβλεπε όνειρο, ή καλύτερα εφιάλτη, σίγουρα ήταν πολύ ρεαλιστικό. Στεκόταν ακίνητη μπροστά από το παράθυρο και τον χάζευε, σαν να τον περιεργαζόταν. Κι εκείνος με τη σειρά του έκανε το ίδιο σε μια προσπάθεια επικοινωνίας με ένα ον εξωπραγματικό και βγαλμένο από τους παιδικούς του εφιάλτες. Αν κατάφερνε να του ξεφύγει, δε θα τον πίστευε κανείς για αυτήν την περιπέτειά του. Τα ανοιχτά της φτερά πετάριζαν συνέχεια σαν να ετοιμάζονταν για μια πτήση μέσα στο χώρο. Σχεδόν έφτανε το ύψος του και το χρυσαφένιο της χρώμα γυαλοκοπούσε στο νυχτερινό φως. Κι αν ήταν και αυτή τόσο τρομαγμένη όσο και αυτός; Aν είχε μπει, άθελά της, σε έναν κόσμο που δε γνώριζε; Αν ήταν όλα μια παραίσθηση από την παρατεταμένη αυπνία και κούραση; Δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τίποτα. Δεν μπορούσε να υπολογίσει το χρόνο που είχε περάσει. Και οι δύο, πέρα από τον τρόμο και το σοκ, έμοιαζαν να υπολογίζουν τις δυνάμεις τους. Ο ίδιος ένιωθε σιγά σιγά πιο ζωντανός από ποτέ. Τον είχε πλημμυρίσει μια αίσθηση απίστευτης ενέργειας. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό σαν να είχε ξορκίσει όλους τους φόβους και τις ανασφάλειές του. Ένας παιδικός του ξεχασμένος εφιάλτης βρισκόταν απέναντί του με απρόβλεπτες διαθέσεις και ο ίδιος είχε ξεχάσει όλα τα βάρη που τον κρατούσαν σκυμμένο.
Ήξερε ότι έπρεπε να δράσει αστραπιαία. Χωρίς δεύτερη σκέψη πήδηξε πάνω στη ράχη της και πιάστηκε άγαρμπα από τα φτερά της. Μάλλον κι η χρυσόμυγα σαν να περίμενε αυτό το σάλτο του και πέταξε από το μισάνοιχτο παράθυρο στη νύχτα.