Ο Χάρης άνοιξε προσεκτικά το ντουλάπι της κουζίνας. Έτριζε τις τελευταίες μέρες, βγάζοντας έναν ανατριχιαστικό ήχο και δεν ήθελε να ξυπνήσει τους υπόλοιπους στο σπίτι. Ο Τζόναθαν είχε υποσχεθεί να ασχοληθεί μαζί του αλλά ακόμα δεν το είχε κάνει. Έβγαλε το τσίγκινο κουτάκι του καφέ. Γαμώτο, ίσα-ίσα έφτανε για το θερμός του. Έπρεπε να θυμηθεί να πεταχτεί στην αγορά σχολώντας το πρωί να τον ανανεώσει. Τηρούσε πιστά τους χρυσούς κανόνες της συγκατοίκησης αλλά σιχαινόταν να πηγαίνει για τους έκτακτους ανεφοδιασμούς. H Σύλβια ήταν η ραχοκοκαλιά της οργάνωσης του χώρου, όπως τα περισσότερα θηλυκά που το έχουν κάπως έμφυτο το να διοικούν ένα σπίτι χωρίς να το κάνουν θέμα. Προτιμούσε απλά να αφήνει σε ένα φάκελο το μερίδιό του για τα ψώνια του μήνα και τους λογαριασμούς. Ζούσε σε αυτό το σπίτι εδώ και δύο χρόνια και πλέον ένιωθε μέλος του. Με την παγκόσμια κρίση ήταν πλέον συνηθισμένο να νοικιάζουν οι οικογένειες δωμάτια των σπιτιών τους για να τα βγάλουν πέρα με τα έξοδα και τη συντήρησή τους. Ο νόμος προέτρεπε οικογένειες, που άρα είχαν και περισσότερο χώρο, να διαλέγουν αντίστοιχα οικογένειες για να έχουν τα παιδιά παρέα για το παιχνίδι, ζευγάρια να διαλέγουν ζευγάρια και εργένηδες, ανάλογα με το μέγεθος των σπιτιών. Το καλό με το συγκεκριμένο διώροφο σπίτι ήταν ότι το μοιραζόταν με ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και άλλους δύο δίδυμους νεαρούς φοιτητές που έμεναν στον πάνω όροφο. Το είχε επιλέξει γιατί δεν ήταν μακριά από το κέντρο της Μπόουβιλ και επειδή τα παιδιά της οικογένειας ήταν μεγάλα και έμεναν μακριά. Το καλύτερο ,όμως, ήταν όλοι είχαν την ησυχία τους. Οι ιδιοκτήτες, ο Τζόναθαν και η Σύλβια, πέρναγαν το χρόνο τους φροντίζοντας τον κήπο στο πίσω μέρος του σπιτιού και βλέποντας παλιές ταινίες κάθε Παρασκευή στο σινεμά του παλιού τους συμμαθητή στην πλατεία. Και οι δυο τους ήταν φιλόλογοι που είχαν βγει πια στη σύνταξη με μια γεμάτη βιβλιοθήκη που φυσικά ήταν ανοιχτή για τους ενοίκους του σπιτιού. Η Σύλβια δεν ήταν και τόσο δυνατή στην κουζίνα, έβγαζε μια νευρικότητα και μια βιασύνη σε ό,τι κι αν έκανε αλλά η μηλόπιτά της ήταν πραγματικά απίθανη. Κάποιες Κυριακές πρωί, μαζεύονταν όλοι στην κουζίνα της, επειδή τους είχε οδηγήσει εκεί η μυρωδιά και θύμιζαν σχολιαρόπαιδα που περίμεναν ανυπόμονα να ψηθεί για να φάνε το καυτό ακόμα πρώτο κομμάτι. Οι δίδυμοι φοιτητές από την Ιαπωνία, Τάτσουο και Σιγκερού, πάντα μελετούσαν για εξετάσεις που ερχόντουσαν και έφευγαν ή περνούσαν τα σαββατοκύριακα κρυφά στα δωμάτια κοριτσιών στη φοιτητική εστία. Τουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει ο Χάρης γιατί τους έβρισκε πολύ χαμογελαστούς την επόμενη μέρα. Ήταν πολύ σοβαροί νέοι και μιλούσαν πάντα χαμηλόφωνα. Έμοιαζαν υπερβολικά μεταξύ τους, αλλά τους ξεχώριζες εύκολα από το ύψος και από τα μούσια του Σιγκερού. Ήταν πιο ψηλός και άφηνε γενειάδα την οποία χάιδευε με τρυφερότητα όλη την ώρα. Η Σύλβια με ενθουσιασμό προσπαθούσε να μάθει λέξεις στα ιαπωνικά με τον πρωινό καφέ που μέχρι το βράδυ είχε ξεχάσει και αυτό ήταν το καθημερινό τους παιχνίδι.
Ο Χάρης πέρναγε τα δικά του βράδια στη δουλειά. Ήταν νυχτοφύλακας στο μεγάλο ερευνητικό κέντρο Σιέρρα, εκείνο το πολυώροφο γυάλινο κτίριο που φαινόταν από όπου και αν στεκόσουν στην πόλη. Έριξε το καυτό νερό στο χάρτινο φίλτρο με τον καφέ και έμεινε να το βλέπει να το ρουφάει το θερμός του. Το βίδωσε σφιχτά και το έβαλε στην ειδική θήκη του σάκου του. Το βλέμμα του έμεινε, αφηρημένα, στα φώτα της πόλης όπως φαίνονταν από το παράθυρο της κουζίνας. Όταν είχε έρθει στη Μπόουβιλ είχε μείνει κι εκείνος να χαζεύει το ψηλό κτίριο της Σιέρρα και είχε πάει την πρώτη βδομάδα της παραμονής του να ρωτήσει αν χρειάζονταν νυχτοφύλακες. Η πείρα του από τις περιπλανήσεις του τον είχε διδάξει ότι οι νυχτοφύλακες είναι ένας αναλώσιμος κλάδος και τον είχε διευκολύνει αφάνταστα όταν έψαχνε ευκαιριακές δουλειές στις πόλεις από όπου είχε περάσει. Ξεκίνησε την επόμενη μέρα και από τότε είχαν περάσει ήδη δύο χρόνια. Πάντα προτιμούσε τη βραδινή βάρδια. Με όσους λιγότερους συναδέλφους έπρεπε να συγχρωτίζεται, τόσο το καλύτερο. Είχε συνηθίσει τη μοναξιά του και δεν μπορούσε την πολυκοσμία και τις άσκοπες κουβέντες σε διαδρόμους και σε ασανσέρ. Έδεσε τα κορδόνια των αθλητικών του και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Πρώτη Σεπτέμβρη και η ζέστη ήταν έντονη ακόμα και στις δύο τα ξημερώματα, την ώρα που εκείνος θα κατηφόριζε την οδό Κέιβροουντ για να πάρει το μετρό. Στη γωνία ήταν το μπαρ του Κέβιν. Το τιμούσε στο ρεπό του για να πιει τη μαύρη μπύρα του. Τα στόρια του ήταν κατεβασμένα και η πόρτα μισάνοιχτη. Θα έπλεναν τα τελευταία ποτήρια πριν κλειδώσουν και σύρουν τις μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών στον κάδο στη γωνία. Πάντα περνούσε από εδώ για να δει έστω και φευγαλέα την Μπράνκα. Ήταν η μικροκαμωμένη Πορτογαλέζα σερβιτόρα με τα κοντά μαλλιά που τον φλέρταρε από το πρώτο του βράδυ εκεί. Πλέον είχε το κλειδί του δωματίου του και θα την έβρισκε πολλές φορές να χουζουρεύει στο κρεβάτι του όταν γύριζε τα πρωινά από την Σιέρρα. Απλά ξάπλωνε δίπλα της και αγκάλιαζε το ζεστό της γυμνό σώμα και την άκουγε να μουρμουρίζει στη γλώσσα της γλυκόλογα μες στον ύπνο της. Όταν τύχαινε να τον δει να περνάει τα βράδια για να πάει στο μετρό κρατώντας το δίσκο της, του χαμογελούσε και το πρόσωπό της έλαμπε. Τέτοια ώρα τις καθημερινές οι πελάτες ήταν λιγοστοί κι έτσι πολλές φορές μπορεί να του έστελνε και φιλιά στον αέρα .Ο Χάρης υπέθετε ότι όλοι οι άνθρωποι της Μεσογείου είχαν αρκετό ήλιο μέσα τους και τον έβγαζαν λίγο λίγο όταν μιλούσαν ή γελούσαν. Ή μπορεί να έκανε και λάθος.
Δύο τα ξημερώματα. Του άρεσε πάντα να κυκλοφορεί αργά τη νύχτα, ειδικά τις καθημερινές που δε συναντούσε πολλούς ανθρώπους στους δρόμους αλλά και στα βαγόνια του μετρό. Ήταν η ώρα που του άρεσε να βάζει σε μια σειρά της σκέψεις του. Είχε φτιάξει μια ρουτίνα στην καθημερινότητά του μέσα στην οποία ένιωθε ασφάλεια. Ένιωθε ο εαυτός του μετά από καιρό και τουλάχιστον λίγο πιο ανάλαφρος σε αυτήν την πόλη με τον μικρόκοσμό της και τους ανθρώπους της. Ένας από τους πλέον συμπαθητικούς τύπους ήταν ο εφημεριδοπώλης έξω από τον υπόγειο σταθμό του Κάρθαπαρκ. Για το Χάρη, έναν εραστή του χαρτιού, ο ηλικιωμένος αυτός τύπος έμοιαζε με ήρωα στα μάτια του. Οι εφημερίδες αποτελούσαν πλέον ένα άχρηστο προϊόν σε όλον τον κόσμο, καθώς όλοι ενημερώνονταν ηλεκτρονικά. Ελάχιστοι είχαν μείνει πια, οι οποίοι αναλάμβαναν να τυπώνουν λίγα ολιγοσέλιδα φύλλα, τα οποία και μοίραζαν χωρίς να δέχονται χρήματα, ορμώμενοι μόνο από την αγάπη τους για το χαρτί και την τυπωμένη είδηση. Οι ειδήσεις ,φυσικά, είχαν ένα αρκετά προσωπικό χρώμα και σίγουρα δεν ήταν και τόσο συγχρονισμένες με την επικαιρότητα, αναγκαστικά λόγω της χειροποίητης δημιουργίας τους. Συνήθως ήταν άρθρα και αναλύσεις με αφορμή γεγονότα που είχαν γίνει μες στην εβδομάδα. Το όλο εγχείρημα ήταν μια προσπάθεια να μείνει με έναν τρόπο ζωντανός ο παλιός κόσμος. Ο συγκεκριμένος ήταν στο πόστο του κάθε βδομάδα αργά τη νύχτα και έκανε τη δουλειά του χωρίς να λέει και πολλά. Απλά θα χαιρετούσε τους έτσι και αλλιώς γνώριμους πελάτες του με ένα νεύμα σχεδόν συνωμοτικό. Τους έδινε την αίσθηση ότι ανήκαν σε μια ξεχασμένη ελίτ συντροφιά, στους τελευταίους ρομαντικούς των μεταμοντέρνων καιρών. Ο Χάρης εκτιμούσε απεριόριστα αυτές τις προσπάθειες και το να βρει αν υπήρχαν εφημερίδες στις πόλεις από όπου είχε περάσει ήταν και βασικό κριτήριο του αν θα έμενε για ένα διάστημα εκεί. Η μυρωδιά του χαρτιού ήταν μια από τις απολαύσεις στις οποίες υπέκυπτε με ευκολία. Του άρεσε πάρα πολύ κι ο τρόπος γραφής του συγκεκριμένου εφημεριδοπώλη με τα μαυρισμένα από τα μελάνια δάχτυλα και το λευκό του μουστάκι. Θα ξεκοκκάλιζε την ολιγοσέλιδη εφημερίδα στην υπόγεια διαδρομή του μέχρι να φτάσει στο κτίριο της Σιέρρα και θα την φυλούσε στο σάκο του μέχρι να πάει πίσω στο δωμάτιό του και να τη βάλει στο κουτί, όπου και τις είχε με χρονολογική σειρά αλλά και γεωγραφική. Η Μπράνκα τον κορόιδευε όχι μόνο που τη διάβαζε, αλλά και που την κρατούσε.
«Μα μοιάζεις με ρακοσυλλέκτη, βρε Χάρη», του παραπονιόταν. « Σου πιάνουν τόσο χώρο και να πω ότι έχεις και κανένα μεγάλο δωμάτιο». Ο Χάρης όμως δεν είχε πτοηθεί. Αποτελούσαν κάτι σαν ημερολόγιο της διαδρομής του και της πορείας του. Όσο χώρο και να έπιαναν, ήταν ένα μέρος του εαυτού του.
Ο εφημεριδοπώλης, όταν είδε να πλησιάζει το πόστο,τού έδωσε την εφημερίδα και του είπε σιγανά, λες και τους άκουγε κανείς και θα ήταν αυτό επικίνδυνο για την τάξη των πραγμάτων: « Ο νικητής του διαγωνισμού στη σελίδα 7». Και τότε του ήρθε στο μυαλό αυτός ο μεγάλος διαγωνισμός που είχε ανακοινωθεί πριν από ένα τρίμηνο. «Ένας μεγάλος διαγωνισμός για το ταξίδι της ζωής σου», σύμφωνα με τον τίτλο που έπιανε μια γωνίτσα στην εφημερίδα και θα μπορούσε εύκολα να μην το προσέξει κανείς. Ο Χάρης όμως το είχε δει και τον είχε κεντρίσει. Ένα ταξίδι δώρο χωρίς να αναφέρεται ο προορισμός. Έπρεπε μόνο να κόψεις και να τα ταχυδρομήσεις το κουπόνι με τα λιγοστά προσωπικά στοιχεία που ζητούσαν σε μια ταχυδρομική θυρίδα. Και το είχε κάνει, πηγαίνοντας στο ταχυδρομείο και ρίχνοντας στο κίτρινο κουτί το κουπόνι που είχε χιλιο-τσαλακωθεί στην τσέπη του. To ένιωθε και κάπως σαν υποχρέωση να βοηθήσει έτσι αυτόν τον άνθρωπο που, με κάποιον τρόπο, είχε βρει ένα χορηγό και υπέθετε θα είχε πάρει κάποια χρήματα για αυτήν την καταχώρηση, ίσως μια μικρή ανάσα σε αυτήν τη μοναχική του προσπάθεια. Είχε περάσει ο καιρός και το είχε ξεχάσει μέχρι τώρα. Το βρώμικο βαγόνι σταμάτησε μπροστά του κάνοντας απίστευτη φασαρία. Ένα γέρικο μηχανικό κήτος που ψυχορραγούσε στην αποβάθρα. Μπήκε μέσα, κάθισε στη συνηθισμένη του θέση δίπλα στο παράθυρο με τα γκράφιτι και ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του. Άνοιξε την εφημερίδα στη σελίδα 7, διαταράσσοντας για πρώτη φορά τη σειρά με την οποία τη διάβαζε, και να τη. Πάνω δεξιά σε μια μικρή γωνιά βρισκόταν η ανακοίνωση με έντονα γράμματα: « Ο νικητής για το μεγάλο ταξίδι είναι ο ένοικος του block 37, διαμέρισμα 205. Θα ακολουθήσουν οδηγίες. Συγχαρητήρια». Έκλεισε σαστισμένος την εφημερίδα. Μα, ο νικητής ήταν ο ίδιος!