Η βάρδια εκείνης της νύχτας στη Σιέρρα κύλησε όλο ανυπομονησία. Επιθεωρούσε τα άδεια κλειδωμένα γραφεία και το μυαλό του ήταν αλλού. Είχε κερδίσει το «ταξίδι της ζωής του», σύμφωνα με την εφημερίδα και αυτός ο πομπώδης χαρακτηρισμός του έφερνε όλο και μεγαλύτερη παιδική λαχτάρα. Στην επιστροφή θυμήθηκε τελευταία στιγμή να πάρει καφέ, πριν πάρει τη στροφή του σπιτιού. Η πόλη τα πρωινά είχε μια άλλη ζωντάνια και ενέργεια. O γυρισμός του Χάρη στο σπίτι συνέπιπτε με το σχόλασμα των σχολείων και πάντα χαιρόταν να βλέπει την ορμή των πιτσιρικάδων στους δρόμους. Η άγρια και επιθετική τους φύση χυνόταν στα στενά, με δυνατές φωνές και γέλια και πειράγματα, με τα πουκάμισα να είναι έξω από τα παντελόνια και τις τιράντες κατεβασμένες στα αγόρια και τις κάλτσες χαλαρές στα κορίτσια, δείχνοντας τις γάμπες τους. Ένα πιτσιρίκι έπεσε πάνω του με φόρα καθώς ο Χάρης έβγαινε από το παντοπωλείο. Μουρμούρισε κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με «συγγνώμη» , μέσα από τα δόντια του και όρμησε μέσα καθώς οι φίλοι του τον περίμεναν απ’ έξω. Ένιωθε και εκείνος λίγο πολύ έτσι. Ένα αγρίμι που ήθελε το δώρο του εδώ και τώρα. Ενώ μέχρι να το δει ξανά στην εφημερίδα, τον είχε παντελώς ξεχάσει το διαγωνισμό, τώρα μονοπωλούσε τη σκέψη του. Ήθελε τις διευκρινίσεις άμεσα.
Και οι διευκρινίσεις δεν άργησαν να έρθουν. Μετά από μια βδομάδα, πηγαίνοντας προς το μετρό, συνάντησε τον εφημεριδοπώλη. Πήρε την εφημερίδα του και ένιωσε το βλέμμα του να μένει λίγο παραπάνω πάνω του. Έμοιαζε σαν να ήθελε να του πει κάτι και δίσταζε. Ο Χάρης κατάλαβε ότι θα έχει σχέση με το διαγωνισμό και αυθόρμητα τον ρώτησε:
«Έχεις να μου πεις κάτι;»
Ο εφημεριδοπώλης κοιτάζοντάς τον στα μάτια ψέλλισε, σχεδόν τρομαγμένα :
«Να πας, όταν σχολάσεις, στην Ταμαρίνια. Μπες στο πρώτο βαγόνι που θα σταματήσει μπροστά σου».
Ο Χάρης σάστισε.
«Μα η Ταμαρίνια δε λειτουργεί εδώ και χρόνια. Την έχουν σφραγίσει τελείως μετά το τρομοκρατικό χτύπημα.»
«Έχει ανοίξει μόνο για σήμερα. Συγκεκριμένα, την έχουν ανοίξει μόνο για σένα», του είπε και κατέβασε το βλέμμα του. «Δε μου είπαν τίποτα περισσότερο». Ο Χάρης τον πίστεψε, όσο και αν του φαίνονταν τρελά τα λόγια του. Έσφιξε την εφημερίδα στα χέρια του, μουρμούρισε ένα «ευχαριστώ πολύ» και κατέβηκε τις σκάλες του μετρό.
Στη διαδρομή αναρωτιόταν για όλα αυτά που άκουσε. Η Ταμαρίνια, μαζί με άλλους οχτώ σταθμούς μετρό ανά τον κόσμο, είχε κλείσει μετά τα ταυτόχρονα τρομοκρατικά χτυπήματα της 22ης Σεπτεμβρίου 2021. Όλος ο κόσμος είχε παγώσει τότε από τον τρόμο από το τέλεια οργανωμένο χτύπημα. Από την Ντελιμάρ έως το Κράτζιμπολ , από τη μια άκρη του κόσμου ως την άλλη, χτυπήθηκαν σταθμοί μετρό και τα θύματα ήταν εκατοντάδες. Οι σταθμοί αυτοί σφραγίστηκαν φυσικά και έχουν μείνει στο μυαλό όλων ως οι «φονικοί οχτώ». Η Ταμαρίνια ήταν στη δυτική Μπόουβιλ. Από τότε που την είχαν σφραγίσει, απλά υπήρχε η ξεθωριασμένη πινακίδα με το όνομά της στο δρόμο με πολλά απαγορευτικά σήματα στις σκάλες που οδηγούσαν στον υπόγειο. Βέβαια, τα απαγορευτικά αυτά σήματα θα μπορούσαν να λείπουν. Κανείς δεν ήθελε να κατέβει τα σκαλιά του θανάτου. Το να του λέει λοιπόν ο εφημεριδοπώλης, λίγο σαστισμένος, να πάει στο σταθμό Ταμαρίνια ήταν, αν μη τι άλλο, απειλητικό. Δεν ήξερε αν έπρεπε να τον πάρει στα σοβαρά. Δεν ήξερε αν έπρεπε να το ξεχάσει και να το θεωρήσει ένα κακόγουστο αστείο ή να πάει στην αστυνομία. Αυτά τα διλήμματα τον ακολούθησαν και στη Σιέρρα και έβρισκε μόνο αδιέξοδο στους συλλογισμούς του.
Σχολώντας το είχε πάρει απόφαση. Θα το ξεχνούσε και δε θα έδινε συνέχεια στην υπόθεση αυτή. Απλά θα ρωτούσε τον εφημεριδοπώλη ποιος τον είχε προσεγγίσει για να τον επισκεφτεί και να τον κατσαδιάσει. Το είχε βρει ως την πιο λογική κίνηση. Θα το έλεγε στην Μπράνκα, αν την έβρισκε στο κρεβάτι του, και θα γελάγανε. Βλέποντας όμως τα πιτσιρίκια που είχαν σχολάσει από τα σχολεία και πλημμύριζαν με αυτήν την πρωτόγνωρη ενέργεια τους δρόμους, άρχισε να έχει ενδοιασμούς. Και τι θα γινόταν αν το τολμούσε δηλαδή; Είχε γίνει τόσο συντηρητικός και φοβιτσιάρης; Άλλες εποχές το πιο πιθανό ήταν να αρπάξει αυτήν την ευκαιρία για περιπέτεια και να το φτάσει μέχρι το τέλος του. Κι έτσι απλά, στη διασταύρωση έστριψε για την Ταμαρίνια και δε συνέχισε ευθεία για το σπίτι.
Τα γράμματα Ρ και Τ είχαν ξεθωριάσει τελείως στην ταμπέλα με το όνομα του σταθμού και ένα τεράστιο σήμα «ΕΚΤΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ» με τις απαγορευτικές πινακίδες, δέσποζαν στην είσοδό του. Μόνο μια στιγμή του πήρε να κοιτάξει αν τον έβλεπε κανείς και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά. Τα μάτια του συνήθισαν στο λιγοστό φως του σταθμού με μια έντονη μυρωδιά σκόνης και μούχλας να κυριαρχεί στο χώρο. Καλώδια κρέμονταν γυμνά από τους τοίχους και σαν να έσταζε κάτι ρυθμικά στο βάθος. Ή μπορεί να ήταν η καρδιά του που χτυπούσε δυνατά από την αγωνία. Η πλατφόρμα ήταν μισογκρεμισμένη και σωροί από τσιμεντένια μπάζα βρίσκονταν σε τρία σημεία θυμίζοντας μια άγρια οροσειρά. «Την έχουν ανοίξει μόνο για σένα», έπαιζε σε λούπα στο μυαλό του καθώς έμεινε ακίνητος και περίμενε. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν δύο παρά τέταρτο. Θα περίμενε ένα τέταρτο. Ούτε λεπτό παραπάνω. Αν δεν ερχόταν ο συρμός, θα έφευγε. Θα είχε παίξει το παιχνίδι αλλά με τους δικούς του όρους.
Είχε περάσει ένα δεκάλεπτο όταν ένιωσε ένα κύμα ζεστού αέρα να έρχεται από τα βάθη του σκοτεινού τούνελ. Ένα κύμα αέρα ντυμένο με το θόρυβο της μηχανής που καλπάζει προς το μέρος του με μια φωτεινή σχισμή, προσπαθώντας να διαλύσει το σκοτάδι γύρω του και μέσα του. Ο εφημεριδοπώλης του είχε πει την αλήθεια λοιπόν. Ένα ταλαιπωρημένο και γεμάτο γκράφιτι βαγόνι ερχόταν ελαττώνοντας την ταχύτητά του. Σταμάτησε μπροστά του και άνοιξαν οι πόρτες του. Ένα κίτρινο άρρωστο φως έλουζε με σκληρό τρόπο τα βρώμικα καθίσματα, το δάπεδο και τα παράθυρα. Ο Χάρης μπήκε διστακτικά και πρόσεξε δύο άντρες με σκούρα κοστούμια να κρατάνε εφημερίδες μπροστά στα πρόσωπά τους με τρόπο που να τα κρύβουν τελείως. Οι πόρτες του βαγονιού έκλεισαν πίσω του και ο συρμός άρχισε την αργή πορεία του. Πλησίασε τους δύο άντρες και κάθισε απέναντί τους. Μόνο τότε κατέβασαν τις εφημερίδες που κρατούσαν. Ο Χάρης αναφώνησε με φόβο: «Τι σημαίνουν όλα αυτά επιτέλους; Ποιοι είστε ;»
Οι δύο άντρες φορούσαν στα πρόσωπά τους πλαστικές μάσκες που θύμιζαν το κεφάλι αλόγου, όπως φορούν τα παιδιά στα αποκριάτικα πάρτυ. Από τις τρύπες στα μάτια έβλεπε τα ψυχρά τους βλέμματα και ήταν σίγουρος ότι είχε πάρει τη λάθος απόφαση για άλλη μια φορά στη ζωή του.
«Ησύχασε, Χάρη», ξεκίνησε να μιλάει αυτός που καθόταν δεξιά. «Το ξέρουμε ότι σίγουρα θα φαίνεται τουλάχιστον περίεργο όλο αυτό σήμερα το μεσημέρι αλλά θα σου εξηγήσουμε. Αρχικά, ας συστηθούμε. Ας πούμε ότι είμαι ο Τζων και ο άντρας δίπλα μου είναι ο Ντο. Οι μάσκες είναι για να καλύπτουν τα πρόσωπά μας γιατί όλα αυτά που θα ειπωθούν σήμερα, είναι ένα τεράστιο μυστικό».
«Δεν καταλαβαίνω», ψέλλισε ο Χάρης. «Υποτίθεται ότι κέρδισα ένα ταξίδι σε ένα γαμω-διαγωνισμό σε μια εφημερίδα που τη διαβάζουμε μια χούφτα άνθρωποι στην πόλη. Τι σχέση έχει όλη αυτή η παράσταση που έχετε στήσει;»
«Φυσικά και το έχεις κερδίσει το ταξίδι, Χάρη. Όλα γίνονται για αυτό. Αυτός που σε στέλνει ταξίδι δεν είναι ο εφημεριδοπώλης αλλά μια μεγάλη φαρμακευτική εταιρία για την οποία δουλεύουμε. Και το συγκεκριμένο όντως θα είναι το ταξίδι της ζωής σου, δεν είπαμε ψέματα πάνω σε αυτό. Θα είναι το ταξίδι που θα σου επιτρέψει να γυρίσεις πίσω σε διάφορα κομμάτια της ζωής σου και ουσιαστικά να τα ξαναζήσεις. Θέλουμε να μελετήσουμε τις αντιδράσεις σου για να δούμε αν θα βγάλουμε στην αγορά ένα σκεύασμα που προορίζεται για μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που παλεύει με την κατάθλιψη.»
Το βαγόνι κυλούσε πάνω στις ράγες και ο Χάρης είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Δεν ήξερε πού πήγαινε, προσπαθούσε να καταλάβει τι του έλεγαν αυτοί οι άνθρωποι και ένιωθε να ζαλίζεται.
«Όλο το πρόγραμμα για το οποίο σου μιλάμε τώρα είναι ένα σχέδιο άκρως πειραματικό και απολύτως μυστικό», ξεκίνησε να μιλάει ο άλλος άντρας με βραχνή φωνή. «Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που επέλεξες να είσαι εδώ μαζί μας σήμερα, δεν μπορείς να κάνεις πίσω. Ήδη ξέρεις αρκετά και καλείσαι να φτάσεις την αποστολή στο τέρμα της. Από σήμερα θα συνεχίσεις τις καθημερινές σου δραστηριότητες όπως και πριν, θα πηγαίνεις στη δουλειά σου, θα πηγαίνεις στο μπαρ του Κέβιν και θα βλέπεις τους συγκάτοικους και την Μπράνκα, αλλά θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος. Σε ανύποπτο χρόνο θα γυρνάς πίσω σε διάφορους σημαντικούς σταθμούς της ζωής σου, θα ξαναζείς αυτές τις στιγμές και το πιο σημαντικό είναι ότι θα μπορείς να επέμβεις σε αυτές. Δεν μπορείς να μιλήσεις σε κανέναν απολύτως για αυτό που θα ζήσεις. Το τονίζω, σε κανέναν. Θα το καταλάβεις όταν όλα θα τελειώσουν και τότε θα συναντηθούμε για μια τελευταία φορά, για τυπικές διαδικαστικές γραφειοκρατίες. Υπήρξαμε σαφείς;»
«Με λίγα λόγια, θα είμαι το πειραματόζωό σας για όσο καιρό κρίνετε εσείς».
«Οι λέξεις δεν είναι ανάγκη να ακούγονται τόσο άκομψες, Χάρη. Θα είσαι ένας πολύτιμος εθελοντής. Και τώρα, νομίζω ότι δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο. Ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο και την απόφασή σου. Κατεβαίνεις εδώ, ανεβαίνεις τα σκαλιά και θα βγεις στον κήπο του σπιτιού σου. Βιάσου όμως γιατί οι πόρτες δε θα μείνουν ανοιχτές για πολύ», είπε ο πρώτος άντρας και σήκωσαν πάλι τις εφημερίδες, κρύβοντάς τα πρόσωπά τους.
Ο Χάρης σηκώθηκε σαστισμένος την ώρα που φρέναρε απότομα το βαγόνι. Οι πόρτες άνοιξαν. Ο Χάρης βγήκε όντως βιαστικά, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στους δύο περίεργους τύπους καθώς το βαγόνι ξεμάκραινε και χανόταν στο σκοτάδι. Βρέθηκε σε μια σκοτεινή πλατφόρμα που φωτιζόταν στο βάθος από μια στενή μεταλλική σκάλα. Ανέβηκε τα σκαλιά και σοκαρισμένος βρέθηκε στο κέντρο του κήπου, στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου έμενε. Η καρδιά του λίγο ακόμα και θα έβγαινε από το στήθος του και θα έπεφτε πάνω στις τριανταφυλλιές της Σύλβια. Τα χρώματα άρχισαν να χάνονται ξαφνικά και το χώμα σαν να γινόταν μονομιάς πιο μαλακό. Τα δίδυμα αδέρφια, γυρνώντας από το πανεπιστήμιο, τον βρήκαν μετά από μισή ώρα λιπόθυμο στον κήπο.