«Βγήκε καλή;» ρώτησε η Σύλβια, κόβοντας ταυτόχρονα και το δικό της κομμάτι.
«Μη ρωτάς τα αυτονόητα. Πάντα βγαίνει καλή», της απάντησε ο Χάρης μπουκωμένος.
«Πρόσεχε βρε λαίμαργε, καίει ακόμα», του είπε η Σύλβια κολακευμένη.
«Αυτό είναι κάτι που δε με εμποδίζει και στο έχω αποδείξει», της είπε και σέρβιρε λίγο καφέ στα φλιτζάνια τους.
Ήταν Κυριακή πρωί και το σπίτι ήταν ακόμα ήσυχο. Η μυρωδιά της μηλόπιτας θα έφερνε σε λίγο τα δίδυμα και τον Τζόναθαν που θα στριμώχνονταν να σερβιριστούν. Η Μπράνκα κοιμόταν πάντα βαριά και ούτε η πίτα της Σύλβια δεν ήταν ικανή να τη σηκώσει από το κρεβάτι. Ήδη το κομμάτι της ήταν στο μικρό κίτρινο πιατάκι και θα της το πήγαινε ο Χάρης σε λίγο. Του άρεσε να κουβεντιάζει με τη Σύλβια τα πρωινά αυτά, όπου άκουγες και τον παραμικρό θόρυβο του σπιτιού. Ο ρυθμικός ήχος του ψυγείου, τα τριξίματα των παλιών σωληνώσεων, ο ήχος από τα μηχανάκια που περνούν στο δρόμο, το νερό που είναι έτοιμο στο βραστήρα, σαν να έπαιρναν μέρος στις, έτσι και αλλιώς σύντομες, συζητήσεις του Χάρη. Τη Σύλβια τη συμπαθούσε. Ήταν πάντα με μια ζεστή κουβέντα κι ένα τσιγάρο στο στόμα. Όλο έλεγε ότι θα το κόψει αλλά ποτέ δεν το προσπαθούσε. Ήταν πολύ προσεκτική στα λόγια της και είχε πολύ ωραίο χιούμορ.
« Πώς πάει η βάρκα; Τελειώνει η αναστήλωση; Με ζαλίζει τα βράδια για την ανοιξιάτικη περιοδεία σας», τον ρώτησε ανάβοντας ένα τσιγάρο.
«Είναι σχεδόν έτοιμη, από ότι καταλαβαίνω», της είπε καθώς μάζευε με το δάχτυλό του τα τελευταία ψίχουλα από την πίτα και τα έγλειφε.
«Ούτε κι εκείνος καταλαβαίνει πολλά, μόνο τη φυγή θέλει, όπως κι εσύ κατά βάθος», του είπε συνωμοτικά και τον κοίταξε βαθιά στα μάτια, φυσώντας δαχτυλίδια καπνού.
Ο Χάρης της χαμογέλασε αμήχανα και σηκώθηκε με το κομμάτι της Μπράνκα. Κυριακή σήμαινε χουζούρι. Οι σχέσεις τους είχαν αποκατασταθεί για άλλη μια φορά και απολάμβανε το ζεστό της κορμί και τα μεσογειακά της καπρίτσια, μέχρι τον επόμενο αντίστοιχο καυγά. Ευχαρίστησε τη Σύλβια για τη μηλόπιτα και την άφησε να κοιτάζει τα χαρτάκια με τις γιαπωνέζικες φράσεις που της υπαγόρευαν οι φοιτητές. Τώρα πλέον τις έγραφε για να τις θυμάται αλλά και πάλι δυσκολευόταν να τις συγκρατήσει.
Είχε περάσει περίπου ένας μήνας από το τελευταίο ταξίδι στο χρόνο. Ο Χάρης είχε δυσκολευτεί πολύ να δεχτεί το πώς χειρίστηκε το θέμα με τον πατέρα του. Τον έτρωγε που έφτασε η κατάσταση μέχρι εκεί και ένιωθε το ίδιο μετέωρος με πριν. Αυτή τη φορά και περισσότερο γιατί, από εδώ και πέρα, δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για το παρελθόν του. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί μετά, άρα δεν ήξερε πώς είχε κυλήσει η ζωή του μέχρι σήμερα. Από τη μια ανυπομονούσε για την επόμενη επιστροφή για να δει την εξέλιξη, αλλά από την άλλη ήταν τρομοκρατημένος για τις αντιδράσεις του πλέον. Ήταν σαν να συγκατοικούσε στο σώμα του με κάποιον που δε γνώριζε καθόλου πια και όλο αυτό του δημιουργούσε φοβερή ανασφάλεια. Φοβόταν τον εαυτό του για τα λάθη που είχε κάνει σε όλες τι διαστάσεις του χρόνου. Συνέχιζε την καθημερινότητά του αλλά το μυαλό του ήταν αλλού τις περισσότερες φορές. Έβρισκε παρηγοριά στην επαφή με την Μπράνκα αλλά και πάλι δεν μπορούσε να μοιραστεί μαζί της τίποτα από όλα αυτά.
Άνοιξε την πόρτα του δωματίου προσεκτικά για να μην την ξυπνήσει. Άκουγε τη ρυθμική της αναπνοή. Ξεντύθηκε, άφησε το πιάτο με τη μηλόπιτα στο κομοδίνο και ξάπλωσε δίπλα της. Της χάιδεψε απαλά την πλάτη και τότε εκείνη, σαν επιδέξια γάτα, γύρισε νωχελικά προς το μέρος του και άνοιξε τα μάτια της. Ο Χάρης σάστισε τόσο πολύ που παραλίγο να πέσει από το κρεβάτι. Όσο απίστευτο κι αν του φαινόταν, είχε γυρίσει πίσω στο χρόνο. Από τη μια στιγμή στην άλλη, το δωμάτιο αυτό δεν ήταν το δωμάτιό του. Από μέσα ακούγονταν τραγούδια δυνατά και φωνές αγοριών και κοριτσιών. Ο ίδιος ήταν δεκατεσσάρων χρονών και η γυναίκα στο κρεβάτι του δεν ήταν η Μπράνκα, αλλά η Άνναμπελ, ο παιδικός του έρωτας. Είναι στο πάρτι γενεθλίων της και είναι στο κρεβάτι της!
Πώς τη θυμόταν αυτή τη βραδιά! Μετρούσε τις μέρες στο σχολείο να έρθει το Σάββατο. Η Άνναμπελ, το πιο όμορφο κορίτσι της τάξης του, που το πολιορκούσαν όλοι αλλά εκείνη είχε μάτια μόνο για το Χάρη, με τα σπυράκια και τις ατελείωτες φαντασιώσεις ενός εφήβου. Μικροκαμωμένη, με ξανθά μαλλιά και λίγες φακίδες και, φυσικά, ένα υπέροχο κορμί που τον βασάνιζε τα βράδια. Είχε καλέσει όλη την τάξη στο σπίτι της. Θα έλειπαν οι γονείς της και παρών θα ήταν μόνο ο μεγαλύτερος αδερφός της να επιβλέπει την κατάσταση. Θυμόταν ότι είχε δυσκολευτεί μπροστά στον καθρέπτη να στρώνει τα έτσι και αλλιώς ατίθασα μαλλιά του, να παρφουμαρίζεται και να διαλέγει το σωστό πουκάμισο. Ήθελε να της αρέσει , ήθελε να τη σφίξει όταν θα χορεύανε στα σκοτεινά, ήθελε να τη φιλήσει παραπάνω από τα φιλιά που δίνανε στο άδειο γυμναστήριο στο σχολείο, ήθελε να την αγγίξει, ήθελε να κάνει τόσα πολλά που φανταζόταν τα βράδια και τον κρατούσαν ξάγρυπνο και με καρδιοχτύπια. Και φυσικά οι ίδιες ακριβώς εικόνες ήταν και το πρώτο πράγμα που σκεφτόταν όταν άνοιγε τα μάτια του τα πρωινά. Το σώμα του είχε ξυπνήσει μαζί της και ήθελε να εκμεταλλευτεί αυτήν τη βραδιά, έστω και με το φόβο του μεγάλου της αδερφού. Ήθελε να πάει ένα βήμα παραπάνω αυτή τη φορά.
Και είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή που χτύπησε το κουδούνι της και η Άνναμπελ, πιο όμορφη από ποτέ, άνοιξε την πόρτα και του είπε να περάσει. Φορούσε ένα σιέλ φόρεμα και ανατρίχιασε όταν είδε το λευκό της σουτιέν να διαγράφεται κάτω από το λεπτό ύφασμα. Τα εφηβικά της στηθάκια ήταν εκεί και τον προκαλούσαν. Πέρασε στο σαλόνι και ήδη είχαν φτάσει αρκετοί συμμαθητές του που χόρευαν κάτω από τα πολύχρωμα μπαλόνια που είχαν μείνει μετέωρα στο ταβάνι. Ο αδερφός της ήρθε να τον χαιρετήσει και η Άνναμπελ του σέρβιρε έναν μηλίτη, τον οποίο ο Χάρης βρήκε πολύ κοριτσίστικο αλλά υποκρίθηκε τον ενθουσιασμένο για να την κάνει να νιώσει όμορφα. Χόρεψε, γέλασε, έφαγε τυροπιτάκια και τραγούδησε το τραγουδάκι όταν έσβηνε τα κεράκια της στην ολόλευκη τούρτα. Ήταν πάλι πιτσιρίκος και απολάμβανε πραγματικά την έξαψη που ένιωθε, αυτή τη φλόγα που, αν καθυστερούσαν λίγο ακόμα τα μπλουζ, θα τον έκαιγε ειδικά εκεί ανάμεσα στα πόδια του.
Την αγκάλιασε σφιχτά και άρχισαν να χορεύουν ένα τραγούδι της εποχής. Τα μαλλιά της μύριζαν άνοιξη και όσο την κρατούσε στο στέρνο του και ένιωθε το στήθος της να κολλάει πάνω του, τρελαινόταν από πόθο πρωτόγνωρο που δεν μπορούσε να διαχειριστεί.
«Μπορούμε να μείνουμε μόνοι για λίγο να σου δώσω το δωράκι σου;” τη ρώτησε δειλά, έχοντας τον αδερφό της απέναντί τους.
«Μμμμ, ναι για λίγο, μπορούμε να ανέβουμε στο δωμάτιό μου», του ψιθύρισε συνωμοτικά στο αυτί.
Δεν κοίταξε καν το δωμάτιο γιατί επιτέλους ήταν μόνος μαζί της. Δεν πρόσεχε τίποτα άλλο παρά το λευκό της σουτιέν. Η καρδιά του ένιωθε ότι θα έσκιζε το πουκάμισό του. Τα χέρια του είχαν ιδρώσει, καθώς έβγαζε από την τσέπη του ένα ταλαιπωρημένο κουτάκι. Της φόρεσε στο λεπτό της καρπό ένα βραχιολάκι που χαιρόταν που ξαναέβλεπε τώρα γιατί το είχε ξεχάσει με τα χρόνια. Ήταν μια διακριτική αλυσίδα με μια κόκκινη πασχαλίτσα κοντά στο κούμπωμα. Θυμόταν ότι φύλαγε το χαρτζιλίκι του για να της το πάρει. Η Άνναμπελ ενθουσιάστηκε και τον φίλησε. Αχ, τι ωραία αίσθηση είχε αυτό το φιλί της! Τα χείλη της ήταν βελούδινα και η γλώσσα της γατίσια και λίγο αδέξια. Η αγκαλιά κράτησε παραπάνω από όσο συνήθιζαν και την οδήγησε στο κρεβάτι της. Παραμέρισε λίγο τα φουσκωτά της μαξιλάρια, τι περίεργο να έχει τόσα ενώ ο ίδιος είχε μόνο ένα στο κρεβάτι του, και την έσφιξε στην, έτοιμη να εκραγεί, αγκαλιά του χωρίς να σταματήσει αυτά τα φιλιά που τον αναστάτωναν λες και τον περνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Τα χέρια του πέρασαν από τα μαλλιά της και τα μάγουλά της κι άρχισαν να κατεβαίνουν στο λαιμό της και να νιώθουν το ζεστό της δέρμα. Τη φιλούσε και η εικόνα του λευκού της σουτιέν στο μυαλό του τον προκαλούσε. Ήθελε να της χαϊδέψει τα μικρά της στήθη και να ανοίξει το σουτιέν, το εμπόδιο που έμπαινε ανάμεσα τους. Τα δάχτυλά του γλίστρησαν στο σεμνό της ντεκολτέ και άκουσε έναν μικρό αναστεναγμό. Και το δικό της το σώμα είχε ηλεκτριστεί όσο και το δικό του. Της ξεκούμπωσε τα δύο κουμπάκια κοντά στο γιακά και τα δάχτυλά του τώρα τρύπωσαν στο σώμα της. Πόσες βραδιές το είχε φανταστεί αυτό και πόσες φορές τα χέρια του κατέβαιναν στο ατίθασο όργανο της ανεξέλεγκτης του σεξουαλικότητας! Και τώρα το ζούσε και δε χόρταινε αυτή τη γλυκιά αίσθηση. Στην πραγματικότητα, ο Χάρης είχε σταματήσει εκεί και δεν είχε προχωρήσει. Το σουτιέν της Άνναμπελ είχε παραμείνει το φυσικό της απόρθητο οχυρό. Πολλές φορές είχε ξαναγυρίσει στη μνήμη του ο κοινός τους φόβος για τον μεγαλύτερο αδερφό που τριγύριζε στο σπίτι ή απλά η δική του δειλία. Τώρα όμως ήταν ένας άντρας στο κορμί ενός δεκατετράχρονου που ξαναζεί αυτή τη μαγική στιγμή με την πιτσιρίκα που είχε ερωτευτεί για πρώτη φορά. Ναι , δεν υπήρχε περίπτωση να δειλιάσει. Για μια στιγμή μόνο αμφιταλαντεύτηκε ως προς το ηθικό κομμάτι, γιατί στην πραγματικότητα ήταν όντως ένας ενήλικας στο κρεβάτι με μια ανήλικη, αλλά αυτός ο προβληματισμός πρέπει να κράτησε πολύ λίγο. Δεν όριζε η λογική το σώμα και τις κινήσεις του.
Τα δάχτυλά του σύρθηκαν απαλά στη πλάτη της και σταμάτησαν στην κόπιτσα του σουτιέν. Θα σταματούσε αν τον σταματούσε, αλλά κι η ίδια φαινόταν να θέλει τα χάδια του όσο κι αυτός. Η κόπιτσα δεν του αντιστάθηκε και τα σφιχτά της στήθη έμειναν ελεύθερα για να τα αγγίξει. Υπέροχα, σαν άγουρα μικρά εξωτικά φρούτα στα χέρια του. Φίλησε τις σκληρές της ρώγες, καθώς εκείνη τον έσφιγγε στην αγκαλιά της και τον χάιδευε αμήχανα στην πλάτη και το στέρνο. Το σώμα του είχε πάρει φωτιά και ήξερε ότι δε θα μπορούσε να ελέγξει τίποτα για πολύ ακόμα.
Ξαφνικά, η Άνναμπελ, πάγωσε. «Πρέπει να ανεβαίνει ο αδερφός μου», είπε και τινάχτηκε κι άρχισε να κουμπώνεται και να φτιάχνει το φόρεμά της. Ο Χάρης με τα μάγουλά του αναψοκοκκινισμένα, είπε σαστισμένος: «Μα εγώ δεν άκουσα κάτι, μόνο τη μουσική από κάτω», και άρχισε να ισιώνει το πουκάμισό του που το μισό ήταν έξω από το παντελόνι του.
«Κι όμως, ανεβαίνει, βιάσου, δε θέλω να μας βρει έτσι», και τον άρπαξε από το χέρι. Συναντήθηκαν στα σκαλιά. Ο μεγάλος αδερφός τούς άφησε να κατέβουν τα σκαλιά χωρίς να τους πει κάτι. Φυσικά και ήξερε πολύ καλά τι έκαναν στο δωμάτιό της, φυσικά και η έξαψή τους ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους και στο φουσκωμένο παντελόνι του Χάρη, φυσικά ήξερε πολύ καλά τι σημαίνει να είσαι έφηβος σε πάρτι.
«Meu querido, μου μυρίζει μηλόπιτα», η φωνή της Μπράνκα τον γύρισε πίσω στην πραγματικότητα. Ο Χάρης την κοίταξε που τέντωνε το γυμνό της σώμα σαν ένα γνήσιο αιλουροειδές.
«Ναι, σου έφερα το κομμάτι σου», της είπε και την αγκάλιασε σφιχτά. Η επιστροφή ήταν πολύ απότομη κι αυτή τη φορά. Τη φίλησε με πάθος και κόλλησε το σώμα του πάνω στο δικό της. Σήμερα δεν ήθελε να κάνουν έρωτα, αλλά να μείνουν έτσι. Σήμερα απλά ήθελε να μείνει στη θέα του ξεκούμπωτου σουτιέν της Άνναμπελ. Το φρούριό της δεν ήταν απόρθητο πια.