«Στην υγειά σου, Χάρη», είπε ο Κέβιν καθώς τοποθετούσε το ποτήρι της μπύρας στο χάρτινο σουβέρ στον καλογυαλισμένο ξύλινο πάγκο του μπαρ.
«Σε ευχαριστώ, Κεβ», είπε ο Χάρης και ήπιε μια γενναία γουλιά.
Πέμπτη βράδυ και το μπαρ ήταν μισοάδειο. Δύο παρέες κάθονταν στα τραπέζια κοντά στο παράθυρο και άλλες δύο στο κέντρο. Στη γωνία του μπαρ ήταν μόνο ο Σεμπαστιάν, ο κολλητός φίλος του Κέβιν, που περνούσε για να πούνε τα νέα τους και να πιει το ρούμι του. Ο Χάρης χαλάρωνε πάντα με το που άνοιγε την πόρτα του μικρού μπαρ , όχι μόνο γιατί χάζευε την Μπράνκα, αλλά γιατί κυρίως ήταν ένας χώρος χαμηλών τόνων. Έπινε την μπύρα του και περίμενε την Μπράνκα να σχολάσει χωρίς να ζορίζεται με την ένταση της μουσικής ή τα αδιάκριτα βλέμματα. Οι θαμώνες ήταν πάνω κάτω οι ίδιοι που ένιωθαν άνετα με τον χαμηλό φωτισμό και τα ξύλινα τραπέζια με τις πράσινες καρέκλες και σκαμπό, ένα μικρό φόρο τιμής στις ιρλανδέζικες ρίζες του Κέβιν. Τον συμπαθούσε πολύ γιατί ήταν λιγομίλητος αλλά πάντα με θετική διάθεση και ζεστό χαμόγελο. Είχε ένα ζευγάρι πεταχτά αυτιά για τα οποία έκανε πλάκα συχνά και μια εντυπωσιακή γενειάδα.
«Πώς πάνε τα πράγματα;» τον ρώτησε καθώς άφηνε ένα ουίσκι και δύο μπύρες στο στρογγυλό δίσκο.
«Τα ίδια, αν εξαιρέσεις ότι είχα λίγες μέρες άδεια», του είπε καθώς η Μπράνκα έπιασε το δίσκο, χαρίζοντάς του ένα ζεστό χαμόγελο όλο υποσχέσεις.
«Δε σε είδα που μπήκες, querido. Ευχαριστώ Κέβιν, όποτε μπορείς μου ετοιμάζεις και δύο τεκίλες για την παρέα στο τέσσερα», μουρμούρισε η Μπράνκα και πήρε το δίσκο, στέλνοντας στον Χάρη ένα κλεφτό φιλί.
Ο Κέβιν άρχισε να ασχολείται με την παραγγελία και το πλύσιμο ποτηριών.
«Μια χαρά, είχες λίγο χρόνο για σένα», του είπε και άρχισε να σιγοτραγουδάει: «See you on Aldebaran, safe on the green desert sand..”
Ο Χάρης έγνεψε καταφατικά. Θα είχαν περάσει δεκαπέντε μέρες από την τελευταία του επιστροφή στο παρελθόν, ίσως και παραπάνω. Ο χρόνος είχε πάρει μια διαφορετική διάσταση και οι μέρες τού φαίνονταν απαράλλακτα ίδιες . Είχε γίνει ανήσυχος και τα βράδια δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Το γεγονός ότι είχε ξεκαθαρίσει το τοπίο του παρελθόντος του τον είχε μπλοκάρει. Ένιωθε σαν θανατοποινίτης που περίμενε τη μέρα της καταδίκης του και τίποτα δεν είχε νόημα πια. Η δική του βουτιά στο παρελθόν τον είχε φέρει ξανά μπροστά σε εικόνες και συναισθήματα που προσπαθούσε χρόνια να τα δουλέψει και να τα τακτοποιήσει εντός του στα σωστά ντουλάπια. Πάλευε με την τιποτένια φύση του εδώ και καιρό και δεν ήταν έτοιμος να την ξαναζήσει. Κάθε μέρα που περνούσε χωρίς φλας μπακ ένιωθε ότι ήταν μια σύντομη νίκη, αλλά το ήξερε ότι ήταν προσωρινό. Σύντομα θα ερχόταν εκείνη η νύχτα να τον παρασύρει σαν ένα τεράστιο κύμα.
Τέλειωσε την μπύρα του χαζεύοντας την Μπράνκα να κάνει τη δουλειά της. Φορούσε εκείνο το μαύρο παντελόνι που του άρεσε. Τόνιζε το μικροκαμωμένο καμπυλωτό της σώμα και πάντα δυσκολευόταν να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Κι εκείνη φυσικά το ήξερε ότι τη χάζευε και περπατούσε όλο σκέρτσο και νάζι φυσώντας την τούφα των μαλλιών που έμπαινε στα μάτια της. Κατέβηκε τα σκαλιά και άνοιξε το φως της τουαλέτας. Ο Κέβιν του είχε πει ότι ένα βράδυ παραλίγο να σκοτωθεί κάποιος σε αυτά τα σκαλιά. Όταν τα κατέβαινε πάντα του ερχόταν στο μυαλό η ιστορία του άτυχου που γλίστρησε και τη γλίτωσε φτηνά με μια διάσειση. Μια μυρωδιά χλωρίνης του γαργάλησε τη μύτη καθώς κούμπωνε τη ζώνη του και ετοιμαζόταν να πλύνει τα χέρια του. Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέπτη και άφησε τη βρύση να τρέχει. Έμοιαζε γερασμένος. Ένιωθε γερασμένος. Σκούπισε τα χέρια του και άνοιξε την πόρτα για να ανέβει πάνω στο μπαρ. Κι έτσι απλά, βρέθηκε πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου του στο στενάκι πίσω από εκείνο το μπαρ. Είχε γυρίσει πίσω στη σκοτεινή παραμονή Πρωτοχρονιάς, στο βράδυ που άλλαξε ο ίδιος και η ζωή του. Αυτό που φοβόταν ήταν εδώ και έπρεπε να το αντιμετωπίσει για δεύτερη φορά και ίσως να κάνει κάτι για αυτούς.
Είχε βγει να γιορτάσει με τους φίλους του την αλλαγή του χρόνου στο μπαρ όπου συναντιόντουσαν συνήθως. Έβρεχε από το πρωί. Θυμόταν ότι για αυτόν ήταν άλλη μια χρονιά που προσπαθούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του για τη δειλία του. Άλλη μια χρονιά που τον έβρισκε να δουλεύει για τον πατέρα του και άλλη μια χρονιά για να σιχαθεί τον εαυτό του λίγο παραπάνω. Τσουγκρίσανε τα ποτήρια τους και ευχηθήκανε τα καλύτερα, γελάσανε, φλερτάρανε και άκουγαν τις αστραπές και τις βροντές και τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει. Σαν να είχαν ανοίξει οι ουράνιες βρύσες και να είχαν ξεχάσει να τις κλείσουν. Γύρω στις τέσσερις τα ξημερώματα είπαν να το διαλύσουν. Άλλοι θα συνέχιζαν αλλού, άλλοι θα ακολουθούσαν κάτι αιθέρια νυχτερινά θηλυκά και άλλοι θα πήγαιναν σπίτια τους. Ο Χάρης δεν είχε αποφασίσει ακόμη το δρόμο του. Μπήκε στο αυτοκίνητό που, με τα χίλια ζόρια, είχε βρει να παρκάρει στο στενό δρομάκι κοντά στην πίσω πόρτα του μπαρ, δίπλα στους ξέχειλους κάδους των σκουπιδιών. Τώρα είχαν προστεθεί και μαύρες σακούλες δίπλα στους κάδους, σχηματίζοντας έναν όγκο που θύμιζε ηφαίστειο από μακριά. Η βροχή έπεφτε ανελέητα. Οι υαλοκαθαριστήρες δεν προλάβαιναν να στεγνώνουν τα τζάμια. Έβαλε μπρος και περίμενε να ζεσταθεί λίγο η μηχανή. Δεν είχε πιει πολύ, δεν ήξερε αν ήθελε να περάσει την πρώτη μέρα της καινούργιας χρονιάς δίπλα σε ένα άγνωστο γυναικείο κορμί ή να θολώσει τελείως από το αλκοόλ γυρνώντας στα μπαρ της πόλης. Άκουγε μόνο τον δυνατό ήχο της βροχής στα τζάμια που σχεδόν τα μαστίγωνε και το ρυθμικό ήχο του υαλοκαθαριστήρα. «Άλλη μια καινούργια χρονιά λοιπόν… Για να δούμε τι θα φέρει». Έτριψε τα παγωμένα του χέρια και έπιασε το τιμόνι σφιχτά. Θα αποφάσιζε στη διασταύρωση λίγο πιο κάτω, αν και από τώρα ήξερε ότι μάλλον θα ακολουθούσε τις διαθέσεις εκείνης της λιγομίλητης μελαχρινούλας. Χαμογέλασε σε αυτή τη σκέψη.
Όπισθεν να φύγει από το στενό και σχεδόν αμέσως κοκάλωσε. Του κόπηκε η ανάσα. Αυτός ο στριγκός ήχος και το ταυτόχρονο τράνταγμα του αυτοκινήτου έκαναν την καρδιά του να χτυπήσει σαν τρελή. Για λίγα δευτερόλεπτα, που του φάνηκαν τουλάχιστον τρεις ζωές, οι σκέψεις του μπλόκαραν. Δεν μπορεί, έγινε κάτι πολύ λάθος. Δεν μπορεί, δεν ήταν φυσιολογικός αυτός ο θόρυβος και το τράνταγμα. Κι αν…; Μα δε θα το είχε δει βγαίνοντας, αναρωτήθηκε. Με τέτοια βροχή που δε σου αφήνει πολλά περιθώρια για ορατές λεπτομέρειες , μάλλον όχι. Τα χέρια του έτρεμαν πάνω στο τιμόνι και ο ήχος της βροχής τον μπέρδευε ακόμα περισσότερο. Έλα τώρα, τι σκοτεινές σκέψεις είναι αυτές, μια σακούλα σκουπιδιών θα ήταν από τις πολλές δίπλα στους κάδους που την παρέσυρε το νερό. Μια φωνή μέσα του φώναζε ότι έλεγε ασυναρτησίες, αυτός ήταν ένας απόκοσμος ήχος. Έπρεπε να βρει τη δύναμη να βγει από το αυτοκίνητο και να αντικρύσει κατάματα τα πράγματα. Πήρε βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα.