Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ 9: ΤΕΛΟΣ ΧΡΟΝΟΥ

Πήρε βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα.
Η βροχή έπεφτε με όλο και περισσότερη ορμή, λες και κάποιος το έκανε επίτηδες για να δώσει έναν πιο δραματικό τόνο στη σκηνή.
Τα παπούτσια του τσαλαβουτούσαν στα μικρά ποταμάκια που είχαν σχηματιστεί στο βρώμικο δρόμο.
Κάποιες από τις σακούλες των σκουπιδιών δίπλα στους κάδους είχαν πέσει με την ορμή του νερού και είχαν ανοίξει. Οι σταγόνες χτυπούσαν στα τενεκεδάκια μπύρας και σόδας δίνοντας ένα μεταλλικό τέμπο σε αυτήν την απόκοσμη μουσική.
Η διαδρομή μέχρι το πίσω μέρος του αυτοκινήτου κράτησε μια στιγμή που του φάνηκε σαν να κράτησε για όλη του τη ζωή. Ήταν περίεργο, γιατί όσο ένιωθε ήδη βρεγμένα και κοκαλωμένα τα παπούτσια του και τα ρούχα πάνω του, ένιωθε ταυτόχρονα κι ένα βαθύ κάψιμο που ερχόταν από τα βάθη του εαυτού του. Πρώτη φορά τον έκαιγε τόσο αυτό το χτυποκάρδι και όσο και αν οι κινήσεις του ήταν σχετικά σπασμωδικές και βεβιασμένες, εκείνο το μέρος που του μιλούσε τού φώναζε να το καθυστερήσει όσο μπορεί. 
Ήξερε. 
Δε χρειαζόταν να πάει καν κοντά. 
Προαισθανόταν το κακό. Προαισθανόταν το λάθος.
Είχε φτάσει στη γωνία του αυτοκινήτου.
Όχι, δεν ήταν μια μαύρη σακούλα αυτό που είχε χτυπήσει με την όπισθεν.
Ήταν ένα ανθρώπινο σώμα.
Ένα σώμα πεσμένο μπρούμυτα.
Ακίνητο. 
Τα πόδια ήταν κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου. 
Έμοιαζε με αίμα ένα πιο σκούρο ρυάκι που κυλούσε στο δρόμο.
Ένα αντρικό σώμα που φορούσε ένα μαύρο παλτό.
Ο Χάρης ένιωσε το στομάχι του να ανεβαίνει περίεργα στο στόμα του. Έκανε εμετό. 
Είχε μπλοκάρει. Δε ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει με φυσιολογικούς ρυθμούς. 
Το κεφάλι του ήταν έτοιμο να εκραγεί.
Η βροχή έπεφτε με όλη της τη φόρα στο σκοτεινό στενοσόκακο.
Ήταν μόνος του. Κανείς δεν βρισκόταν εκεί γύρω. 
Οι φίλοι του δεν ήταν κοντά. 
Μόνος του με ένα σώμα που δεν ξέρει αν το έχει τραυματίσει θανάσιμα.
Δεν είχε τη δύναμη να το επιβεβαιώσει.
Είχε πετρώσει στη θέση του.
Άτακτες σκέψεις έρχονταν στο μυαλό του. 
Ήταν σίγουρος ότι όταν πάρκαρε το αυτοκίνητό του δεν υπήρχε κανείς.
Υπήρχε μόνο ο κάδος των σκουπιδιών.
Μήπως ήταν λοιπόν κάποιος άστεγος, κάποιος που ήπιε λίγο παραπάνω και ζαλίστηκε, κάποιος θαμώνας του μπαρ ή κάποιος από το προσωπικό;
Η λογική δε χωρούσε σε αυτή τη στιγμή.
Ήξερε ποιο ήταν το σωστό.
Έπρεπε να καλέσει επειγόντως ένα ασθενοφόρο. 
Ήξερε ποιο ήταν το σωστό αλλά δεν τολμούσε να το κάνει.
Η μικρή λιμνούλα αίματος και η ακινησία εκείνου του ξένου σώματος σε εκείνη την άβολη στάση τον είχε βραχυκυκλώσει.
Φοβόταν. Αυτό ήταν το μέρος μέσα του που του και του έκαιγε όλα τα σωθικά.
Η βροχή δεν είχε σταματήσει να πέφτει.
Μπροστά στο δίλημμα :
«Ηθική ή το βάζω στα πόδια», 
είχε ήδη πάρει την απόφασή του.

THE VOLUNTEER 9: TIME IS UP

He took a deep breath and opened the door.
The rain fell harder as the night went on, as if someone had done it on purpose to give a more dramatic tone to the scene.
His shoes paddled in the small rivers formed on the dirty road. 
Some of the garbage bags by the bins had fallen from the force of the water and had opened. The drops pounded on the beer and soda cans giving a metal tempo to this eerie music. 
The path to the back of the car lasted a moment that seemed like a lifetime to him. It was strange because, even though he already felt his clothes and feet all soaked and drenched on him, at the same time he felt a deep burn coming from the depths of himself. For the first time that heartache burned so much and even though his movements were nervous and hasty, that part of him that spoke to him shouted that he should delay as much as he could.
He knew.
He didn’t even have to go closer. 
He felt the evil. He foresaw the mistake. 
He had reached the corner of the car.
No, it was not a black bag what he had hit when he reversed. 
It was a human body.
A body with the face down.
Still.
His legs were beneath the car.
Α darker stream on the road looked like blood.
A male body dressed in a black coat.
Harry felt his stomach strangely going up his neck. He vomited. 
He was blocked. He didn’t feel his heart beating in a normal rate. His head was about to explode. 
The rain fell in all its harshness in the dark alley. 
He was all alone. Nobody was around there. 
His friends were not close.
He was all alone with a body that he didn’t know if he had fatally injured.
He didn’t have the strength to confirm it. 
He was standing still.
Random thoughts came to his mind.
He was certain that no one was there when he parked his car. 
There was only the trash bin.
So, could he be a homeless guy, someone who had drank too much and felt dizzy, a client from the bar or the staff?
Logic had no place at that moment.
He knew the right thing to do. 
He had to call an ambulance right away.
He knew the right thing but he could not dare it. 
The small blood pond and the stillness of that body in that uncomfortable position had scrambled him.
He was scared. That was the part inside him that burned his guts.
The rain kept falling.
Facing the dilemma:
“Morality or running away”,
he had already made up his mind.