Ο Ζενεβιέ σέρβιρε στον εαυτό του και στον Αλφρέδο ένα μικρό ποτήρι Pedro Ximénez με παλαιωμένα αρμυρίκια ογδόντα τριών ετών. Το κρατούσε για ειδικές περιπτώσεις και σίγουρα η αποψινή βραδιά ήταν μία από αυτές. Φορούσε το καλό του βελούδινο σμόκιν με τη λευκή του ποσέτ. Σήκωσε το ποτήρι του για πρόποση.
«Τα καταφέραμε καλά, πιστέ μου Αλφρέδο! Ας πιούμε τώρα πριν έρθουν οι καλεσμένοι μας. Στην υγειά του Four Lanterns!»
O Αλφρέδος του χαμογέλασε πλατιά.
«Καλή μας σεζόν», είπε κοιτάζοντας την αίθουσα υποδοχής. Οι τιράντες του με τα πλοκάμια του γυάλιζαν κάτω από το φως των τεράστιων πολυελαίων.
Το ξενοδοχείο είχε όντως μεταμορφωθεί. Μέσα σε ένα μήνα ασταμάτητων εργασιών δε θύμιζε σε τίποτα τον προηγούμενο εαυτό του. Ο εξωτερικός χώρος είχε αποκτήσει πλέον εξωτικό κήπο με τεράστια δέντρα με περίεργο φύλλωμα και πολύχρωμα πουλιά που τραγουδούσαν και μιλούσαν μόνο τις νύχτες. Στο φουαγιέ είχαν αφαιρέσει τις δεξαμενές με τα γιγαντιαία καλαμάρια και είχε ανοίξει ο χώρος. Στην αίθουσα χορού στην ταράτσα είχαν τοποθετήσει τους μεγάλους καθρέπτες που τους έφεραν από τις φημισμένες αντικερί της Βενετίας και είχαν την υποψία ότι απόψε θα έκαναν πάταγο. Στα δωμάτια, στους πάνω ορόφους, αλλά και στο εστιατόριο είχαν τοποθετήσει καινούργιες ταπετσαρίες με τους παράλληλους δορυφόρους κόσμους, μία συμφωνία για την οποία είχε δουλέψει σκληρά ο Αλφρέδος. Καινούργιο προσωπικό είχε προσληφθεί για να καλύψει τις ανάγκες της σεζόν και απόψε γυάλιζαν μέσα στις ολόλευκες λάτεξ στολές τους.
Ο Ζενεβιέ άναψε τα καινούργια νέον φώτα της εισόδου και κοίταξε το ρολόι του. Τρία λεπτά πριν τα μεσάνυχτα.
«Ντελπί, να ανοίξουν οι πόρτες. Ζεράρ, να ξεκινήσει η μπάντα με τους θαλάσσιους ελέφαντες να παίζει τα κόντρα φαγκότα τους. Ήρθε η ώρα!» είπε και άφησε το μικρό του ποτήρι κάτω από τον πάγκο του μπαρ.
Ο Dominus Abandone’ ήταν ο πρώτος που μπήκε κρατώντας την πρόσκλησή του με το ένα χέρι και μια ψηλόλιγνη καλλονή, που φορούσε μάσκα ιππόκαμπου, στο άλλο.
«Ζενεβιέ, μόνο καλά λόγια έχω να πω για την τοποθεσία. Πώς σας ήρθε η ιδέα να το μεταφέρετε κάτω από τον υπόνομο; Πολύ έξυπνο, ένα ολοκαίνουργιο λαμπερό ξενοδοχείο κάτω από τα παπούτσια των ανυποψίαστων περαστικών της πόλης. Σας συγχαίρω, χωρίς να έχω δει τίποτα ακόμα. Ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να στηριχτώ πάνω σας.»
«Σας ευχαριστώ θερμά, κάναμε απλά τη δουλειά μας. Να περάσετε στο μπαρ για ένα πρώτο ποτό. Όπου να ‘ναι θα καταφτάσουν οι καλεσμένοι μας».
Οι καλεσμένοι άρχισαν να καταφτάνουν εντυπωσιασμένοι από την ανακαίνιση του χώρου. Τους είχε μαγέψει το γεγονός ότι, σύμφωνα με την πρόσκληση, έπρεπε να ακολουθήσουν τις συντεταγμένες και να σηκώσουν το βαρύ καπάκι του υπονόμου στην πιο κεντρική διασταύρωση της πόλης Mπρενανσόν, και ως δια μαγείας, κατεβαίνοντας δεκατρία σκαλιά να ανοίξουν την πόρτα και να βρεθούν στην ταράτσα του πολυώροφου ξενοδοχείου με τους οκτώ τεράστιους καθρέπτες, τα εξωτικά φυτά και το μεγάλο μπαρ στο κέντρο του, χαρίζοντάς τους μια μοναδική θέα της πόλης από τόσο ψηλά.
Και ήρθαν όλοι όσοι περίμεναν. Ήρθαν οι παλιότεροι και πιστοί πελάτες του ξενοδοχείου «Four Lanterns» φανερά συγκινημένοι, λίγο μεγαλύτεροι με περισσότερα γκρίζα μαλλιά και ρυτίδες. Ο τοσοδούλης astroboy περπάτησε προσεκτικά ανάμεσα στα φύλλα των φυτών και έκατσε στην άκρη του μπαρ, χαζεύοντας την εξαδάχτυλη ράφτρα που είχε έρθει με ένα φόρεμα που είχε κεντήσει με αστεροκλωστή. Είχε καταφτάσει, αν και λίγο ταλαιπωρημένος από το πολύωρο ταξίδι, ακόμα και ο ψαράς με την Κασσιόπη, που ήταν πια στην έβδομη ζωή της, από το μακρινό νησί των γάτων. Είχαν καλέσει και νέους πελάτες, ανθρώπους που εκτιμούσαν ιδιαίτερα, να γνωρίσουν τις καινούργιες τους εγκαταστάσεις. Όλοι έπιναν και χόρευαν και έδιναν συγχαρητήρια στον ιδιοκτήτη και στον διευθυντή. Και όσο περνούσε η ώρα το κέφι άναβε και τα γέλια ζωήρευαν και τα πηγαδάκια έδιναν και έπαιρναν. Ο Ζενεβιέ, ευχαριστημένος από την πορεία της βραδιάς, κοίταξε τον Αλφρέδο και χτύπησε συνθηματικά τα χέρια του δυο φορές. Ο καμαρότος πήγε διακριτικά πίσω από τον κεντρικό καθρέπτη και πάτησε ένα κουμπί. Τα φώτα από τους πολυελαίους χαμήλωσαν και τα φαγκότα της ορχήστρας σίγησαν. Οι φωνές και τα χάχανα σίγησαν σταδιακά και στην ατμοσφαιρική ταράτσα ακουγόταν μόνο το θρόισμα από τα φυλλώματα των δέντρων.
Ο Dominus ήταν ο πρώτος που πλησίασε τους καθρέπτες και έβγαλε μια φωνή ξαφνιάσματος.
«Μα, πώς γίνεται αυτό;» ψιθύρισε. «Φίλοι μου, πλησιάστε, αξίζει τον κόπο», φώναξε χωρίς να φύγει μπροστά από το μεγάλο καθρέπτη του μπαρ.
Σιγά σιγά στριμώχτηκαν όλοι και έμειναν με το στόμα ανοικτό. Μόνο μικρές κραυγές θαυμασμού και φόβου ακούγονταν αλλά κανείς δεν απομακρυνόταν. Λες και ο καθρέπτης τους είχε δέσει με μια αλυσίδα και δεν τους άφηνε να φύγουν. Όλοι, κοιτάζοντας τον εαυτό τους μέσα του, τα έχαναν γιατί δεν αντίκριζαν το είδωλό τους αλλά κάτι τελείως διαφορετικό. Έμεναν με το στόμα ανοιχτό γιατί έβλεπαν στη θέση τους άγρια ζώα η προϊστορικά όντα ή ανθρώπους με άλλα πρόσωπα σε άλλο φύλο και σε άλλες εποχές ή σε κάποιες περιπτώσεις αντίκριζαν μόνο το κενό. Κι ο καθένας ήταν σαν να θυμόταν ένα βαθύτερο κομμάτι του εκείνη τη στιγμή της αναγνώρισης του παλιότερου του εαυτού του, του παρελθόντος του. Αμυδρά σαν να θυμόταν, σαν να ήξερε ότι αυτό ήταν το πραγματικό του πρόσωπο, αυτή ήταν η αλήθεια του. Και όσο την αντίκριζαν στα μάτια, προσπαθούσαν να αναπτύξουν έναν εσωτερικό διάλογο με το είδωλό τους. Άλλοι δάκρυζαν, άλλοι έμεναν αμίλητοι, άλλοι μονολογούσαν σαν τους τρελούς. Ήταν η δική τους στιγμή, η πιο δική τους.
«Εκλεκτοί μας καλεσμένοι, ας περάσουμε στον μπουφέ στο φουαγιέ και με την ευκαιρία να σας ξεναγήσουμε στα δωμάτια. Ελάτε φίλοι μας, ακολουθήστε τον Αλφρέδο, η βραδιά μόλις άρχισε!» έσπασε τη μυσταγωγία ο Ζενεβιέ, όλος ενθουσιασμό.