Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

THE FOUR LANTERNS - THE GRAND OPENING



Ο Ζενεβιέ σέρβιρε στον εαυτό του και στον Αλφρέδο ένα μικρό ποτήρι Pedro Ximénez με παλαιωμένα αρμυρίκια ογδόντα τριών ετών. Το κρατούσε για ειδικές περιπτώσεις και σίγουρα η αποψινή βραδιά ήταν μία από αυτές. Φορούσε το καλό του βελούδινο σμόκιν με τη λευκή του ποσέτ. Σήκωσε το ποτήρι του για πρόποση.
«Τα καταφέραμε καλά, πιστέ μου Αλφρέδο! Ας πιούμε τώρα πριν έρθουν οι καλεσμένοι μας. Στην υγειά του Four Lanterns!»
O Αλφρέδος του χαμογέλασε πλατιά.
«Καλή μας σεζόν», είπε κοιτάζοντας την αίθουσα υποδοχής. Οι τιράντες του με τα πλοκάμια του γυάλιζαν κάτω από το φως των τεράστιων πολυελαίων. 
Το ξενοδοχείο είχε όντως μεταμορφωθεί. Μέσα σε ένα μήνα ασταμάτητων εργασιών δε θύμιζε σε τίποτα τον προηγούμενο εαυτό του. Ο εξωτερικός χώρος είχε αποκτήσει πλέον εξωτικό κήπο με τεράστια δέντρα με περίεργο φύλλωμα και πολύχρωμα πουλιά που τραγουδούσαν και μιλούσαν μόνο τις νύχτες. Στο φουαγιέ είχαν αφαιρέσει τις δεξαμενές με τα γιγαντιαία καλαμάρια και είχε ανοίξει ο χώρος. Στην αίθουσα χορού στην ταράτσα είχαν τοποθετήσει τους μεγάλους καθρέπτες που τους έφεραν από τις φημισμένες αντικερί της Βενετίας και είχαν την υποψία ότι απόψε θα έκαναν πάταγο. Στα δωμάτια, στους πάνω ορόφους, αλλά και στο εστιατόριο είχαν τοποθετήσει καινούργιες ταπετσαρίες με τους παράλληλους δορυφόρους κόσμους, μία συμφωνία για την οποία είχε δουλέψει σκληρά ο Αλφρέδος. Καινούργιο προσωπικό είχε προσληφθεί για να καλύψει τις ανάγκες της σεζόν και απόψε γυάλιζαν μέσα στις ολόλευκες λάτεξ στολές τους. 
Ο Ζενεβιέ άναψε τα καινούργια νέον φώτα της εισόδου και κοίταξε το ρολόι του. Τρία λεπτά πριν τα μεσάνυχτα. 
«Ντελπί, να ανοίξουν οι πόρτες. Ζεράρ, να ξεκινήσει η μπάντα με τους θαλάσσιους ελέφαντες να παίζει τα κόντρα φαγκότα τους. Ήρθε η ώρα!» είπε και άφησε το μικρό του ποτήρι κάτω από τον πάγκο του μπαρ. 
Ο Dominus Abandone’ ήταν ο πρώτος που μπήκε κρατώντας την πρόσκλησή του με το ένα χέρι και μια ψηλόλιγνη καλλονή, που φορούσε μάσκα ιππόκαμπου, στο άλλο. 
«Ζενεβιέ, μόνο καλά λόγια έχω να πω για την τοποθεσία. Πώς σας ήρθε η ιδέα να το μεταφέρετε κάτω από τον υπόνομο; Πολύ έξυπνο, ένα ολοκαίνουργιο λαμπερό ξενοδοχείο κάτω από τα παπούτσια των ανυποψίαστων περαστικών της πόλης. Σας συγχαίρω, χωρίς να έχω δει τίποτα ακόμα. Ήμουν σίγουρος ότι μπορούσα να στηριχτώ πάνω σας.»
«Σας ευχαριστώ θερμά, κάναμε απλά τη δουλειά μας. Να περάσετε στο μπαρ για ένα πρώτο ποτό. Όπου να ‘ναι θα καταφτάσουν οι καλεσμένοι μας».
Οι καλεσμένοι άρχισαν να καταφτάνουν εντυπωσιασμένοι από την ανακαίνιση του χώρου. Τους είχε μαγέψει το γεγονός ότι, σύμφωνα με την πρόσκληση, έπρεπε να ακολουθήσουν τις συντεταγμένες και να σηκώσουν το βαρύ καπάκι του υπονόμου στην πιο κεντρική διασταύρωση της πόλης Mπρενανσόν, και ως δια μαγείας, κατεβαίνοντας δεκατρία σκαλιά να ανοίξουν την πόρτα και να βρεθούν στην ταράτσα του πολυώροφου ξενοδοχείου με τους οκτώ τεράστιους καθρέπτες, τα εξωτικά φυτά και το μεγάλο μπαρ στο κέντρο του, χαρίζοντάς τους μια μοναδική θέα της πόλης από τόσο ψηλά.
Και ήρθαν όλοι όσοι περίμεναν. Ήρθαν οι παλιότεροι και πιστοί πελάτες του ξενοδοχείου «Four Lanterns» φανερά συγκινημένοι, λίγο μεγαλύτεροι με περισσότερα γκρίζα μαλλιά και ρυτίδες. Ο τοσοδούλης astroboy περπάτησε προσεκτικά ανάμεσα στα φύλλα των φυτών και έκατσε στην άκρη του μπαρ, χαζεύοντας την εξαδάχτυλη ράφτρα που είχε έρθει με ένα φόρεμα  που είχε κεντήσει με αστεροκλωστή. Είχε καταφτάσει, αν και λίγο ταλαιπωρημένος από το πολύωρο ταξίδι, ακόμα και ο ψαράς με την Κασσιόπη, που ήταν πια στην έβδομη ζωή της, από το μακρινό νησί των γάτων. Είχαν καλέσει και νέους πελάτες, ανθρώπους που εκτιμούσαν ιδιαίτερα, να γνωρίσουν τις καινούργιες τους εγκαταστάσεις. Όλοι έπιναν και χόρευαν και έδιναν συγχαρητήρια στον ιδιοκτήτη και στον διευθυντή. Και όσο περνούσε η ώρα το κέφι άναβε και τα γέλια ζωήρευαν και τα πηγαδάκια έδιναν και έπαιρναν. Ο Ζενεβιέ, ευχαριστημένος από την πορεία της βραδιάς, κοίταξε τον Αλφρέδο και χτύπησε συνθηματικά τα χέρια του δυο φορές. Ο καμαρότος πήγε διακριτικά πίσω από τον κεντρικό καθρέπτη και πάτησε ένα κουμπί. Τα φώτα από τους πολυελαίους χαμήλωσαν και τα φαγκότα της ορχήστρας σίγησαν. Οι φωνές και τα χάχανα σίγησαν σταδιακά και στην ατμοσφαιρική ταράτσα ακουγόταν μόνο το θρόισμα από τα φυλλώματα των δέντρων. 
Ο Dominus ήταν ο πρώτος που πλησίασε τους καθρέπτες και έβγαλε μια φωνή ξαφνιάσματος. 
«Μα, πώς γίνεται αυτό;» ψιθύρισε. «Φίλοι μου, πλησιάστε, αξίζει τον κόπο», φώναξε χωρίς να φύγει μπροστά από το μεγάλο καθρέπτη του μπαρ.
Σιγά σιγά στριμώχτηκαν όλοι και έμειναν με το στόμα ανοικτό. Μόνο μικρές κραυγές θαυμασμού και φόβου ακούγονταν αλλά κανείς δεν απομακρυνόταν. Λες και ο καθρέπτης τους είχε δέσει με μια αλυσίδα και δεν τους άφηνε να φύγουν. Όλοι, κοιτάζοντας τον εαυτό τους μέσα του, τα έχαναν γιατί δεν αντίκριζαν το είδωλό τους αλλά κάτι τελείως διαφορετικό. Έμεναν με το στόμα ανοιχτό γιατί έβλεπαν στη θέση τους άγρια ζώα η προϊστορικά όντα ή ανθρώπους με άλλα πρόσωπα σε άλλο φύλο και σε άλλες εποχές ή σε κάποιες περιπτώσεις αντίκριζαν μόνο το κενό. Κι ο καθένας ήταν σαν να θυμόταν ένα βαθύτερο κομμάτι του εκείνη τη στιγμή της αναγνώρισης του παλιότερου του εαυτού του, του παρελθόντος του. Αμυδρά σαν να θυμόταν, σαν να ήξερε ότι αυτό ήταν το πραγματικό του πρόσωπο, αυτή ήταν η αλήθεια του. Και όσο την αντίκριζαν στα μάτια, προσπαθούσαν να αναπτύξουν έναν εσωτερικό διάλογο με το είδωλό τους. Άλλοι δάκρυζαν, άλλοι έμεναν αμίλητοι, άλλοι μονολογούσαν σαν τους τρελούς. Ήταν η δική τους στιγμή, η πιο δική τους. 
«Εκλεκτοί μας καλεσμένοι, ας περάσουμε στον μπουφέ στο φουαγιέ και με την ευκαιρία να σας ξεναγήσουμε στα δωμάτια. Ελάτε φίλοι μας, ακολουθήστε τον Αλφρέδο, η βραδιά μόλις άρχισε!» έσπασε τη μυσταγωγία ο Ζενεβιέ, όλος ενθουσιασμό. 

THE FOUR LANTERNS - THE GRAND OPENING

Jenevier served himself and Alfred a small glass of Pedro Ximénez with tamarisk of eighty- three years of age. He kept if for special occasions and tonight was surely one of them. He wore his velvet tuxedo with the white pocket square. He raised his glass for a toast.
“We did it, my dear Alfred! Let’s drink now before our guests arrive. To the Four Lanterns!”
Alfred smiled.
“Let’s hope for a good season” he said looking at the reception hall. His suspenders with the tentacles were shining under the light of the huge chandeliers. 
The hotel had truly been transformed. Within a month of unstoppable work the place had nothing to do with its former self. The exterior space had now an exotic garden with huge trees with strange foliage and colorful birds singing and talking only during the night. In the foyer they had removed the tanks with the giant squids and the space became more open. In the dance hall on the terrace they had placed the big mirrors they had brought from the famous antique shops of Venice and they suspected that they would become a big hit tonight. In the rooms, on the top floors, and in the restaurant new wallpapers were installed with the parallel satellite worlds, a deal for which Alfred had worked hard. New personnel was hired to meet the needs of the season and tonight they all shined in their all- white latex suits. 
Jenevier lit the entrance’s new neon lights and looked at his watch. Three minutes to midnight. 
“Delpi, open the doors. Gerard, tell the sea lions to start playing their contrabassoons. It is time!” he said and left his small glass under the bar counter. 
Dominus Abandone’ was the first to enter holding his invitation with one hand and a tall belle, wearing a seahorse mask, with the other. 
“Jenevier, I only have compliments about the spot. How did you come up with the idea of transferring it under the sewer? Brilliant, a brand new glamorous hotel under the shoes of the city’s unsuspecting passers-by. I congratulate you without having seen anything else yet. I was sure I could rely on you.”
“Thank you very much. We only did our job. Help yourself with a first drink at the bar. Our guests will arrive any minute now.”
The guests arrived impressed by the renovation of the place. They were fascinated by the fact that, according to the invitation, they had to follow the coordinates and lift up the heavy sewer cap at the most central junction of Brananson City and, by going down thirteen steps, open the door and magically be on the terrace of a multi-story hotel with its eight huge mirrors, the exotic plants and the big bar in the center, giving them a unique city view from above.
And the guests arrived. The old and loyal clients of “The four Lanterns” were obviously moved with a lot more gray hair and wrinkles. The tiny astroboy carefully walked between the leaves of the plants and stood on the edge of the bar, staring at the six-finger tailor, who had arrived in a dress embroidered with thread from the stars. Even the fisherman had arrived with Cassiope, who was now in her seventh life, from the remote island of the cats, although he was a bit late and tired from the long trip. They had invited new clients of course to see the new facilities, people who deeply respected. They all drank and danced and congratulated the owner and the manager. And as time went by, the good spirit and the laughter and the talking was more intense. Jenevier, pleased with the result, looked at Alfred and clapped his hands twice. The groom discretely went behind the big mirror and pushed a button. The lights from the chandeliers were lowered and the orchestra’s bassoons silenced. The voices and the laughter gradually lowered and only the rustling of the foliage of the trees was heard on the atmospheric terrace. 
Dominus was the first to approach the mirrors and cried out of surprise.
“But, how can it be?” he whispered. “My friends, get closer, it is worth it” he shouted still remaining in front of the bar’s big mirror. 
They gradually  squeezed in and were astonished with the sight. Just a few screams of admiration and fear were heard but no one was going away. It was as if the mirror had tied them up with a chain and did not leave them escape. They were puzzled because, when they looked in the mirror, they did not see their reflection but something completely different. They were in awe because they saw wild animals or prehistoric creatures or people with different faces in different sex in different eras or in some cases they only stared into the void. And it was as if everyone was remembering a deeper part of himself that very moment of identification of the former self, the past. It was as if they vaguely remembered, as if they knew that this was their real face, their truth. The more they looked at it, the more they tried to establish an inner dialogue with their reflection. Others had tears in their eyes, others stayed silent, and others talked to themselves as if they were crazy. It was their moment, the most intimate.

“Our special guests, let us step into the buffet restaurant and let us guide you through the rooms. Come along, follow Alfred, the night has just begun!” Jenevier enthusiastically broke the spell.