Όλοι θα θυμούνται τις τρεις ημέρες και νύχτες που πέρασε η Ροδόκλεια Μπεζ στο ξενοδοχείο «Four Lanterns», κι ας έχει περάσει καιρός. Ήρθε αργά το βράδυ και βρήκε το Ζενεβιέ στη ρεσεψιόν. Φορούσε ένα μακρύ γκρι κασμιρένιο παλτό, μαύρα γάντια και κρατούσε μια μικρή δερμάτινη βαλίτσα. Τα χάλκινα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε έναν κομψό κότσο. Το βλέμμα της ήταν αδιαπέραστο και η ηλικία της απροσδιόριστη.
«Θα ήθελα να μείνω το τριήμερο, αν υπάρχει διαθεσιμότητα» είπε αυστηρά στον Ζενεβιέ.
«Μα, φυσικά, καλώς ορίσατε! Παρακαλώ, θα χρειαστώ το ονοματεπώνυμό σας για το βιβλίο κρατήσεων.»
«Ροδόκλεια. Μπεζ.» είπε η μυστηριώδης γυναίκα σχεδόν βαριεστημένα.
«Υπέροχα, ο Αλφρέδος θα σας συνοδεύσει στο δωμάτιo νούμερο τριάντα δύο και μισό στον πρώτο όροφο.»
Ανέβηκε με τον Αλφρέδο και τα πλοκάμια χταποδιού από τις τιράντες του σχεδόν την χάιδευαν, μην μπορώντας να κρύψει το πόσο γοητευμένος ήταν από την παρουσία της. Ευγενέστατη και κολακευμένη του άφησε ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα και κλείδωσε την πόρτα του δωματίου χαμογελαστή.
Η αρχή της τρικυμίας που έφερε η Ροδόκλεια Μπεζ σε όλους τους χώρους του ξενοδοχείου έγινε αντιληπτή από την επόμενη ημέρα. Τις πρωινές ώρες εθεάθη στην αίθουσα του πρωινού να απολαμβάνει τον καφέ της και να διαβάζει την εφημερίδα της πάντα με το ίδιο κομψό και απροσπέλαστο πρόσωπο της προηγούμενης νύχτας. Την ίδια ώρα η Κλοντέτ, η καμαριέρα, έφυγε τρέχοντας με δάκρυα στα μάτια από το δωμάτιο τριάντα δύο και μισό γιατί η Ροδόκλεια Μπεζ την είχε προσβάλλει σε απίστευτο βαθμό. Η κοπέλα της ζήτησε ευγενικά να σβήσει το τσιγάρο από αφυδατωμένες ρίζες γιατί δεν επιτρεπόταν το κάπνισμα στα δωμάτια. Αμακιγιάριστη, φορώντας ένα λευκό νυχτικό και με τα μαλλιά της αχτένιστα να πέφτουν στους ώμους, μίλησε τόσο άσχημα στην καμαριέρα, η οποία έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο και έτρεξε στον διευθυντή. Ο Ζενεβιέ τα έχασε γιατί πριν από λίγο είχε καλημερίσει την εν λόγω ένοικο του ξενοδοχείου που καθόταν σχεδόν απέναντί του στην αίθουσα του πρωινού. Πήρε από το χέρι την Κλοντέτ να της την δείξει. Καθόταν ακόμα στην ίδια θέση και διάβαζε αμέριμνη.
«Μα, δεν μπορεί! Σας λέω, αυτή η τρελή είναι πάνω και φωνάζει σαν υστερική. Ελάτε να τη δείτε, αν δε με πιστεύετε», του είπε με παράπονο.
«Έτσι κι αλλιώς θα ανέβω μαζί σου γιατί ο Αλφρέδος πάντα ενημερώνει όλους τους ενοίκους ότι δεν επιτρέπεται το κάπνισμα στα δωμάτια. Διαταράσσει την ηρεμία των αναρριχώμενων φυτών στους τοίχους. Ο κανονισμός ορίζει να τους κάνω παρατήρηση, αν δεν πειθαρχούν.»
Ανέβηκε μαζί της λίγο δύσπιστος, θέλοντας να βεβαιωθεί ότι τα φυτά είναι εντάξει. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου και πραγματικά τα έχασε όταν άνοιξε την πόρτα η Ροδόκλεια Μπεζ με ένα τσιγάρο στο στόμα, ακόμα με το νυχτικό και εμφανώς πολύ νευριασμένη.
«Τι έγινε; Έφερε τον διευθυντή να με μαλώσει η πιτσιρίκα; Πώς κάνετε έτσι με ένα τσιγάρο εδώ μέσα;» πέρασε στην επίθεση αμέσως.
Ο Ζενεβιέ προσπάθησε να της εξηγήσει το λόγο και της ζήτησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε να το σβήσει. Εκνευρισμένη το έσβησε με μανία στο περβάζι του παράθυρου και το πέταξε έξω.
«Δε φταίω εγώ αν δεν έχετε τασάκια να τα σβήνουμε σαν άνθρωποι» είπε χαιρέκακα. «Και τώρα θα ήθελα να μου αδειάσετε τη γωνιά» φώναξε και τους έκλεισε την πόρτα απότομα, χωρίς να προλάβουν να πουν κουβέντα. Και το κυριότερο, χωρίς να προλάβει να καταλάβει ο Ζενεβιέ τι είχε συμβεί ακριβώς.
«Δε φταίω εγώ αν δεν έχετε τασάκια να τα σβήνουμε σαν άνθρωποι» είπε χαιρέκακα. «Και τώρα θα ήθελα να μου αδειάσετε τη γωνιά» φώναξε και τους έκλεισε την πόρτα απότομα, χωρίς να προλάβουν να πουν κουβέντα. Και το κυριότερο, χωρίς να προλάβει να καταλάβει ο Ζενεβιέ τι είχε συμβεί ακριβώς.
Το ίδιο συνέβη και τις επόμενες μέρες. Η Ροδόκλεια Μπεζ θα ήταν τη μια στιγμή απαστράπτουσα και άκρως ερωτική να αφήνει να την φλερτάρουν στο μπαρ του ξενοδοχείου πίνοντας ροζέ κρασί και την ίδια στιγμή θα έκανε βραδινές βουτιές στη μεγάλη πισίνα του ξενοδοχείου. Θα έκανε βόλτες στους κήπους, καλημερίζοντας όποιον συναντούσε, και την ίδια στιγμή θα έπαιρναν τηλέφωνο ένοικοι στη ρεσεψιόν κάνοντας παράπονα για την υπερβολική φασαρία που ερχόταν από το δωμάτιο τριάντα δύο και μισό ζητώντας να χαμηλώσει την ένταση του γραμμόφωνου. Κάποιοι απλά ήθελαν να σταματήσει να τραγουδάει τόσο φάλτσα και τόσο δυνατά, χωρίς να κάνουν νύξη για την ένταση του γραμμόφωνου. Την ίδια στιγμή που θα έβγαινε από το ξενοδοχείο φορώντας το γκρι παλτό της , χαμογελώντας στον Αλφρέδο, την ίδια ώρα θα έμπαινε στην υποδοχή φορτωμένη με σακούλες από τις μπουτίκ της Μπρενανσόν.
Κάποιοι ένοικοι το είχαν δει αλλά φυσικά δεν μπορούσαν να το πιστέψουν και δεν έδωσαν σημασία σε μια οφθαλμαπάτη. Το προσωπικό όμως και ο διευθυντής πραγματικά είχαν μπερδευτεί και δεν μπορούσαν να το εξηγήσουν. Τα πηγαδάκια και τα στοιχήματα έπεφταν βροχή στην κουζίνα. Άλλοι έλεγαν ότι έχει μια δίδυμη αδερφή και άλλοι έλεγαν ότι είναι μια μάγισσα. Πολλές καμαριέρες από την πρώτη μέρα είχαν αρνηθεί να πηγαίνουν στο δωμάτιό της. Ο Ζενεβιέ απροκάλυπτα την ακολουθούσε για να ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από όλο αυτό το μυστήριο και κρατούσε και σημειώσεις στην ατζέντα του για να τα βάλει όλα κάτω από ένα πρίσμα λογικής. Δεν τα είχε καταφέρει μέχρι στιγμής. Ο Αλφρέδος πάλι, ήταν ο μόνος που ήταν καταγοητευμένος από την παρουσία της και δεν τον ενδιέφερε αν βρισκόταν σε δύο ή περισσότερα σημεία και με άλλη διάθεση ταυτόχρονα.
Οι τρεις μέρες και νύχτες πέρασαν επεισοδιακά μεν, πολύ γρήγορα δε. Το ίδιο αινιγματική και αέρινη όσο την πρώτη μέρα που ήρθε στο ξενοδοχείο, προσέγγισε τη ρεσεψιόν την τελευταία μέρα για να τακτοποιήσει το λογαριασμό. Άφησε εφτά πέρλες στην παλάμη του Ζενεβιέ και είπε ένα απλό ευχαριστώ. Ο Ζενεβιέ ήταν έτοιμος να της ζητήσει να του αποκαλύψει το μυστικό της. Η Ροδόκλεια Μπεζ το κατάλαβε και αστραπιαία έβαλε το χέρι της στο στόμα του πριν προλάβει να ψελλίσει λέξη.
«Μην το κάνετε, αγαπητέ μου, θα με προσβάλλετε. Κανένα θηλυκό δεν μπορεί να αναλύσει τα πολλά του πρόσωπα» και γύρισε να φύγει.
*Eυχαριστούμε θερμά την Όλια Λαζαρίδου για την εμπιστοσύνη.
Ήταν μια εξαιρετική συνεργασία.