«Ω, τον αγαπητό μας κύριο Βελιτάλ! Πόσο χαίρομαι που σας ξαναβλέπω!»
«Και για μένα είναι πάντα μεγάλη η συγκίνηση, καλέ μου Ζενεβιέ».
Ο Βελιτάλ ήταν το ίδιο χαμογελαστός και καλοδιάθετος όπως πάντα. Είχε κόψει το μικρό του μουσάκι και φορούσε το κίτρινο καρό του κοστούμι. Στα χέρια του κρατούσε μια γυάλα με ένα χρυσόψαρο.
«Ο Φερεντίν, πιστός φίλος τα τελευταία οκτώ χρόνια», είπε κοιτάζοντας το χρυσόψαρο με τρυφερότητα.
«Είναι αξιαγάπητος», είπε ο Ζενεβιέ, ρίχνοντας μια ματιά στο βιβλίο των κρατήσεων. «Νομίζω θα σας δώσω το αγαπημένο μου δωμάτιο στον τρίτο που έχει θέα στους κήπους, που ξέρω ότι σας αρέσουν πολύ και σίγουρα θα τους θαυμάσετε μετά την ανακαίνιση του χώρου», πρότεινε με μια διάθεση να περιποιηθεί όσο μπορεί τον, γερασμένο από την τελευταία φορά, ταξιδιώτη.
Ο Αλφρέδος προσφέρθηκε να πάρει τη γυάλα προσεκτικά αλλά ο Βελιτάλ εναντιώθηκε.
«Όχι, όχι, σας παρακαλώ, τη γυάλα δε θέλω να την αποχωριστώ, σας παρακαλώ» είπε και ακολούθησε τον Αλφρέδο που αρκέστηκε να πάρει τη βαλίτσα του, στο ασανσέρ.
Ο Ζενεβιέ έδωσε αμέσως οδηγίες στο προσωπικό να προσέχουν τον κύριο Βελιτάλ. Ήταν ένας ευαίσθητος και μοναχικός άνθρωπος που ερχόταν περίπου κάθε δέκα χρόνια, πάντα κρατώντας μια καινούργια γυάλα με ένα χρυσόψαρο. Διαισθανόμενος ότι το χρυσόψαρο ήταν έτοιμο να αφήσει τα εγκόσμια, έμενε συνήθως ένα σαββατοκύριακο, θέλοντας να περάσουν ποιοτικό χρόνο μαζί. Πάντα με τη γυάλα αγκαλιά έκανε βόλτες στους κήπους ή αναπαυόταν στις σεζλόνγκ ή διάβαζε χαμηλόφωνα στο μικρό του φίλο συνήθως αστυνομικά βιβλία τσέπης. Είχε την υποψία ότι τον συγκινούσαν, κρίνοντας από τις πολλές αναβλύζουσες φυσαλίδες στην επιφάνεια της γυάλας του με τις περιγραφές των φόνων. Το σαββατοκύριακο περνούσε γρήγορα και ο κύριος Βελιτάλ θα έφευγε όπως ακριβώς είχε έρθει. Αγκαλιά με τη γυάλα. Το εκάστοτε χρυσόψαρο αναχωρούσε σφύζοντας από ζωή. Στη ρεσεψιόν πάντα ένιωθε την ανάγκη να ψελλίσει κάτι απολογητικό αλλά ο Ζενεβιέ δε θα το δεχόταν.
«Είστε πολύ τυχερός που θα έχετε το μικρό σας φίλο για περισσότερο καιρό κοντά σας», θα έλεγε συνήθως και θα τον χάζευε να φεύγει, μια εύθραυστη φιγούρα σε παστέλ κοστούμια που του ήταν ειλικρινά συμπαθής.
Ο Βελιτάλ είχε μείνει ενθουσιασμένος από την ανακαίνιση του ξενοδοχείου. Η θέα από το παράθυρο ήταν απλά μαγική. ‘Έβλεπε στους κεντρικούς κήπους με τα γέρικα μπάομπαμπ που πρωταγωνιστούσαν στο πράσινο μωσαϊκό, ανάμεσα σε αμέτρητα εξωτικά πολύχρωμα λουλούδια και δέντρα. Στο κέντρο είχαν αφήσει τη μικρή λίμνη με τα νούφαρα που έκλαιγαν με τους κεραυνούς, ένα αστείο θέαμα αν πετύχαιναν οι ένοικοι καμιά καταιγίδα. Τη μισή μέρα βρισκόταν εκεί και συνήθως μιλούσε ή διάβαζε στο χρυσόψαρό του. Περνούσε αρκετή ώρα και στο δωμάτιό του. Στο κομοδίνο ήταν αραδιασμένα πολλά αστυνομικά βιβλία με κιτρινισμένες και τσακισμένες σελίδες. Κάθε μέρα διάβαζε στον Φερεντίν αποσπάσματα και ήταν σίγουρος ότι το χρυσόψαρό του το απολάμβανε. Μετά από κάθε απόσπασμα, άφηνε τη γυάλα στο περβάζι του παράθυρου για να μπορεί να χαίρεται τη θέα ο φίλος του. Θα κατέβαινε μόνο για το γεύμα στο εστιατόριο ενώ τον πρωινό του καφέ τον ανέβαζαν στο δωμάτιο. Σε προηγούμενο ταξίδι είχε εκμυστηρευθεί στον Ζενεβιέ ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τους ανθρώπους. Τους φοβόταν ή μάλλον τους ντρεπόταν. Θα προτιμούσε να ζει αόρατος, αν γίνεται, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματά τους. Δεν είχε μοιραστεί τίποτα άλλο από την προσωπική του ζωή κι ο διευθυντής φυσικά ποτέ δε ρώτησε από διακριτικότητα, οπότε ένα επιπλέον πέπλο μυστηρίου κάλυπτε την περσόνα του.
Την Κυριακή το πρωί η Μαντλέν, που ανέβασε τον καφέ στο δωμάτιό του, αντίκρισε ένα παράξενο θέαμα. Ο Βελιτάλ ήταν ακίνητος και παγωμένος στην καρέκλα του. Το βλέμμα του είχε μείνει να χαζεύει τα πανύψηλα δέντρα στους κήπους. Ένα βιβλίο ήταν ακουμπισμένο στα γόνατά του στη σελίδα 89, με υπογραμμισμένη την πρόταση: «Και ο Τζακ, που τόσο φοβόταν το θάνατο, τώρα είχε πέσει στην παγίδα του.» Η γυάλα δίπλα του ήταν γεμάτη καθαρό νερό. Ο Φερεντίν δεν ήταν μέσα.
Ο Ζενεβιέ λυπήθηκε αληθινά για το θάνατό του. Σχεδόν τον ένιωθε φίλο του. « Μα πόσο ειρωνικό, να έρθει γιατί περίμενε να πεθάνει το χρυσόψαρό του και να πεθάνει τελικά ο ίδιος!» έλεγε στον Αλφρέδο.
«Μπα, το ψάρι τον σκότωσε κι έφυγε μακριά του. Δεν υπήρχε περίπτωση να το υποπτευθεί κανείς έτσι κι αλλιώς» αποκάλυψε ο καμαρότος τη θεωρία συνωμοσίας του. Ο Ζενεβιέ γέλασε νευρικά. Ο Αλφρέδος όχι.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να το βρείτε, όσο κι αν ψάξετε στο ξενοδοχείο. Είναι πια ελεύθερο» είπε με ακόμα πιο σοβαρό ύφος.