Ήταν το δεύτερο καλοκαίρι που κόντευε να τελειώσει και δεν είχε φανεί. Σύμφωνα με το δικό της τρόπο μέτρησης έμεναν λιγότερο από δώδεκα μέρες για να κλείσει ο κύκλος με τον καυτό ήλιο που ένιωθε ανελέητα κάθε μέρα πάνω της. Δεν της πολυάρεσε αυτή η εποχή για να είναι απόλυτα ειλικρινής. Δεν άντεχε τον κόσμο που δεχόταν κάθε μέρα και δεν την άφηνε ήσυχη ούτε λεπτό. Έπρεπε να έχει τα μάτια της δεκατέσσερα για τις ανάγκες και τις επιθυμίες όσων έρχονταν να την επισκεφτούν. Έπρεπε να τους προσέχει, να παίζει μαζί τους αλλά και να ξέρει πότε να τους αφήνει να ηρεμούν και να είναι διακριτική. Σίγουρα όμως παρατηρούσε τον καθένα ξεχωριστά και προσπαθούσε να προλάβει τυχόν απροσεξίες τους και λάθη που μπορεί να ήταν μοιραία. Αυτό της ρουφούσε όλη την ενέργεια. Δεν είχε καθόλου χρόνο για την ίδια παρά μόνο όταν έπεφτε ο ήλιος και χαλάρωνε λίγο η κίνηση. Και φυσικά αυτό το έκανε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Τα καλοκαίρια τα ζούσε πάντα με τρομερή ένταση.
Όταν είχε έρθει εκείνος για πρώτη φορά κοντά της τον προηγούμενο Ιούνιο, θυμόταν ότι είχε νιώσει μεγάλη ταραχή. Δεν ήταν τόσο η εικόνα του ή το σώμα του, που το έβλεπε σχεδόν γυμνό κάθε μέρα, αλλά η φωνή του που την έκανε να τον ξεχωρίσει. Σε κάθε του επίσκεψη τραγουδούσε χαμηλόφωνα, κάτι που δεν το είχε βιώσει ξανά. Ερχόταν συνήθως νωρίς το πρωί και, όσο καθόταν κοντά της, δε σταματούσε να μουρμουράει άγνωστά της στιχάκια. Ήταν αυτή η χροιά που έδειχνε έναν άνθρωπο ήρεμο και γαληνεμένο και την έκαναν να χαλαρώνει κι αυτή μαζί του. Κι όσες μέρες ερχόταν κοντά της, πάντα της τραγουδούσε. Κι εκείνη πάντα τον φρόντιζε λίγο παραπάνω ή διάλεγε να παίξει με τα κύματά της λίγο παραπάνω γιατί με τον καιρό πίστευε ότι τραγουδάει μόνο για εκείνη. Και το πρώτο καλοκαίρι πέρασε από πάνω της κι ούτε που το κατάλαβε. Μόλις ερχόταν εκείνος, έχανε τη συνέπεια που είχε και τη σοβαρότητα και αφηνόταν τελείως. Αρκετές φορές είχαν κινδυνέψει μικρά παιδάκια από δική της απροσεξία αλλά, ευτυχώς την τελευταία στιγμή, κατάφερνε να τα μπαλώσει και να επαναφέρει την τάξη.
Όταν δε φάνηκε πέρυσι , στενοχωρήθηκε αφάνταστα αλλά ήλπιζε στο επόμενο καλοκαίρι. Τώρα όμως κι αυτό θα έφευγε και ένιωσε ένα τσίμπημα, ένα αίσθημα ότι πρέπει να δράσει, κάτι να κάνει για να τον βρει. Ήθελε να τον ακούσει ξανά. Ήθελε εκείνη την τόσο αναζωογονητική, μετά από τόσους αιώνες, παρουσία του. Ήθελε να παίξει και να παραδεχτεί ότι, ναι, τον σκεφτόταν και τον είχε ερωτευτεί. Από πού όμως έπρεπε να ξεκινήσει, ολόκληρη θάλασσα, το ψάξιμο;