Κι όμως γεννήθηκε με αυτό. Ένα τόσο δα μωρό που έκλαιγε συνέχεια και το μόνο που πρόσεχε κανείς ήταν το μπροστινό πράσινο δόντι του. Εκεί πάνω δεξιά . Ένα καταπράσινο δόντι που θύμιζε γλίτσα υπονόμου και σωλήνες παλιού σπιτιού γεμάτους υγρασία . Ένα πράσινο δόντι που σε άφηνε άναυδο και γεμάτο τρόμο. Τον πρώτο καιρό όλοι έρχονταν να χαζέψουν το μωρό για αυτό το λόγο.
Και το σαλόνι γέμιζε από ανθρώπους περίεργους που ήθελαν να το δουν με τα μάτια τους για να σιγουρευτούν ότι δεν είναι κάποιο κακόγουστο αστείο. Οι γονείς του ντρέπονταν τόσο αλλά σιγά-σιγά έμαθαν να σιωπούν στα αδιάκριτα βλέμματα τρόμου και απέχθειας. Προσπάθησαν έστω να χαμογελάνε απρόθυμα στις ευχές που τους έδιναν. Ο χρόνος κυλούσε και πανικόβλητοι προσπαθούσαν να διαπραγματευτούν μαζί του. Ρωτούσαν με αγωνία το γιατρό αν ήταν φυσιολογικό αυτό που συνέβαινε στο μωρό τους. Δεν το είχε συναντήσει ξανά στη σταδιοδρομία του. Ρωτούσαν τι μπορεί να γίνει. Να περάσει λίγος καιρός και βλέπουμε. Οι εξετάσεις του έδειχναν φυσιολογικές. Πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Προσπάθησαν προσεκτικά να το καθαρίσουν. Μάταιο. Οι γιατροί δεν ήξεραν τι να κάνουν ούτε όταν διαπίστωσαν ότι δεν έβγαινε κανένα άλλο δόντι. Και έτσι έμεινε με αυτό. Μεταμορφώθηκε σε αυτό. Το παιδί με το πράσινο δόντι. Που όλοι κορόιδευαν στο σχολείο. Που όλοι φοβούνταν. Που όλοι σιχαίνονταν για αυτήν την απόκοσμη ανάσα του. Για αυτό που ήταν και για όλα όσα δεν ήταν. Για αυτό μετά από λίγο καιρό σταμάτησε να πηγαίνει στο σχολείο. Και κανείς δεν πρόσεξε την απουσία του. Ούτε καν οι γονείς του αφού τώρα είχαν αφοσιωθεί στο καινούργιο μωρό τους πουδεν τους προκαλούσε αμηχανία και αγωνία και τους χαμογελούσε όλη την ώρα αθώα.
Και έτσι αποφάσισε να πάει μόνο του στο γιατρό. Μάζεψε όλη του τη δύναμη για να μην κλάψει μπροστά στον αυστηρό άντρα με την άσπρη ρόμπα. Του ζητούσε βοήθεια ανοίγοντας διάπλατα το στόμα του. Και τα δάκρυα έπεφταν ασυγκράτητα στο ψυχρό πλακάκι. Ο γιατρός έβγαλε τα γυαλιά του, απελπισμένος σχεδόν για αυτό το αβοήθητο πλάσμα μπροστά του. Μηχανικά πήρε την ειδική του τανάλια. Τον ξάπλωσε στην ιατρική του πολυθρόνα και τον προειδοποίησε ότι θα πονέσει πολύ. Και εκείνο σταμάτησε να κλαίει . Και άντεξε τον πόνο. Σχεδόν δε διαμαρτυρήθηκε καθόλου. Ο γιατρός είχε ιδρώσει από την αγωνία. Προσπαθούσε με λύσσα να το βγάλει. Του αντιστεκόταν για λίγα λεπτά και μετά ένας συριστικός ήχος που τον έκανε να ανατριχιάσει. Πάγωσε όταν διέκρινε ένα ζευγάρι φτερά εντόμου να βγαίνουν σιγά – σιγά από τη ρίζα του δοντιού που ήταν έτοιμο να πέσει. Άνοιξε διάπλατα το δικό του στόμα σαστισμένα όταν το δόντι τελικά βγήκε αλλά μαζί με αυτό, βουτηγμένο στο αίμα της πληγής, μια καταπράσινη ακρίδα που τινάχτηκε ζαλισμένη.
Οι δυο τους την κοίταξαν να κάνει δυο ημιτελείς περιστροφές στο ταβάνι. Αίμα έσταζε ακόμα από τα φτερά της. Βγήκε από το ανοιχτό παράθυρο του ιατρείου και χάθηκε από το βλέμμα τους. Το παιδί δεν έβγαλε ποτέ άλλα δόντια. Μεγαλώνοντας σταμάτησε να μιλάει στους ανθρώπους και μια μέρα έφυγε από την πόλη. Κανείς δεν έμαθε τίποτα για αυτόν. Μπορεί μερικές φορές να ξεχνούσαν το όνομά του και είναι φυσικό γιατί δεν τον φώναζαν ποτέ με αυτό, αλλά θα το θυμόντουσαν πάντα ως το παιδί με το πράσινο δόντι. Για αυτούς ποτέ δεν είχε μεγαλώσει και ίσως για μερικούς ποτέ δεν είχε υπάρξει.
Καλά αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Αν και αηδίασα απίστευτα στο τέλος της ιστορίας, λόγω του ότι με απωθεί οτιδήποτε έχει να κάνει με δόντια,έχω να πώ ότι βρήκα την ιστορία σας χαριτωμένη, αστεία και συγχρόνως ιδιαίτερη. Διαφοροποιείται σαφώς απο τις δυο προηγούμενες αλλά είναι πολύ όμορφη, αφού φυσικά γράφτηκε απο την ταλαντούχα Αλέκα. Σινγκεράκι ωραίες οι φωτό που συνοδεύουν την ιστορία.....
ΑπάντησηΔιαγραφή