Ήταν ξαπλωμένη νωχελικά στο λιμάνι. Στη θέση της. Άραζε στα μπλεγμένα δίχτυα του το ξημέρωμα όταν γύριζε από το ψάρεμα. Κάποιες φορές είχε τρυπώσει και στη βάρκα αλλά δεν την κατάλαβε ή έκανε ότι δεν την κατάλαβε. Ήταν η μοναδική μαύρη γάτα του νησιού. Η δική της ουρά ξεχώριζε ανάμεσα στις εκατοντάδες άλλες. Και ήταν κάτι αυτό όταν οι γάτες ήταν κατά πολύ περισσότερες από τους μόνιμους κατοίκους, ψαράδες ως επί το πλείστον που τις σέβονταν και τις θεωρούσαν σχεδόν ιερές, δυνατές, με τη γνώση του σύμπαντος στο βλέμμα τους. Η ίδια ήταν η πιο απόμακρη και μυστήρια. Η πιο άγρια και ατίθαση. Τόσο σκοτεινή όσο η νύχτα . Για αυτό και της άρεσε και τόσο. Τα πρωινά πάντα λιαζόταν και κοιμόταν κοντά στη βάρκα του. Το σούρουπο σαν να ξυπνούσε και ρουφούσε όλη την ενέργεια. Ήταν έτοιμη για αλητείες. Θα εξαφανιζόταν για λίγο στο λόφο αλλά θα γύριζε πίσω για να είναι κοντά του. Σαν ερωτευμένη μαθητριούλα θα του νιαούριζε και θα τριβόταν στα πόδια του όταν έκανε ένα τσιγάρο και έβλεπε τα άστρα. Κι εκείνος λάτρευε το νυχτερινό ουρανό και τον χάζευε με τις ώρες. Της είχε δώσει το όνομα Κασσιόπη ένα βράδυ που τα ζιγκ ζαγκ που έκανε η γάτα κυνηγώντας ένα μεγάλο κουνούπι έμοιαζαν με το σχήμα του αστερισμού. Τον κοίταζε πάντα με το ανέκφραστο βλέμμα της αλλά εκείνος έβλεπε όλη την τρυφεράδα της.
Κανέναν άλλο δεν πλησίαζε στο νησί. Έβγαζε τα νύχια της και όλη της την επιθετικότητα. Το περίεργο ήταν ότι ούτε οι υπόλοιπες γάτες της έδιναν σημασία. Κρατούσαν μια απόσταση από αυτή λες και τη φοβούνταν. Καθώς μεγάλωνε η εικόνα αυτή παραξένεψε και τους κατοίκους που τη θεωρούσαν αντί για καλότυχη και πηγή ευημερίας όπως τις υπόλοιπες , κατάρα και σημάδι συμφοράς. Μόνο σε εκείνον ηρεμούσε και καθόταν να της χαϊδέψει το κεφάλι και να παίξει με την ουρά της. Κι ήταν ο μόνος που της έδινε από την ψαριά του. Ο μόνος που νοιαζόταν για την Κασσιόπη. Ο μόνος που την υπερασπιζόταν όταν ξεκίνησαν να ζωγραφίζουν τις πόρτες των σπιτιών τους λευκές για να αντισταθούν στη δύναμή της. Ο μόνος που τους μάλωνε όταν μαζεύονταν στο λιμάνι για να δουν τι θα κάνουν αφού δεν μπορούσαν να τη διώξουν από το νησί. Τα έβαζε μαζί τους για την αδικαιολόγητη στάση τους. «Δεν είναι παρά μια γάτα, ηρεμήστε. Όπως φροντίζετε τις άλλες θα φροντίζετε κι αυτήν», φώναζε να ακουστεί η φωνή του. Συνήθως την έπνιγαν η δική τους αγανάκτηση και θυμός. Και ο καιρός περνούσε. Και σταμάτησαν να του μιλάνε. Τον έβαλαν σε μια απομόνωση κοινωνική. Και η Κασσιόπη γινόταν όλο και πιο ψυχρή. Σαν να καταλάβαινε ότι όλοι τη μισούσαν όλο και περισσότερο. Είχε γίνει από αδιάφορη επιθετική και σε ανθρώπους και σε γάτες. Το σώμα της ήταν γεμάτο σημάδια κάθε μέρα από τους καβγάδες και το κυνηγητό. Στο λιμάνι κοντά του ήταν η μόνη παρηγοριά και γαλήνη της. Ένιωθε ασφάλεια και εκείνος το θεωρούσε καθήκον του πλέον να την προστατέψει. Οι δυο τους με ένα μυστικό κώδικα επικοινωνίας ενάντια στην παράνοια και τη βλακεία.
Το καλοκαίρι πέρασε με τους δυο τους να είναι πλέον σαν απειλή. Τον απέφευγαν. Κάποιοι είχαν γράψει βρισιές και απειλές στη βάρκα του αλλά τις είχε περάσει με μπογιά την επόμενη μέρα. Συσπειρωμένοι στη βάρκα του , στο ψάρεμα, στα δίχτυα του, στο μικρόκοσμό του όπου κανείς δεν μπορούσε να εισχωρήσει παρά μόνο με λόγια που φρόντιζε να σβήνει. Προσπαθούσε να μην αφήνει σημάδια πίσω του. Πέρασε έτσι κι ο χειμώνας με μια ένταση που με ένα μαγικό τρόπο σταμάτησε στις αρχές της άνοιξης. Τους άφησαν στην ησυχία τους. Στην απομόνωση αλλά κανείς δεν τους ενόχλησε. Τον έβλεπαν στην αγορά και άλλαζαν δρόμο, τον απέφευγαν, ο ίδιος γινόταν πιο ψυχρός και πιο άγριος από τη γάτα του. Η Κασσιόπη πλέον δεν έφευγε από δίπλα του, τον ακολουθούσε παντού και έμενε στη βάρκα του συνέχεια. Είχε μεταμορφωθεί σε μια γάτα φοβισμένη και αδύναμη.
Η επίθεση έγινε ξαφνικά το ξημέρωμα. Σκιές φάνηκαν στο λιμάνι , βήματα προσεκτικά, μετρημένα, κάτι που γυάλισε και έμοιαζε με μαχαίρι, μια κραυγή που την πήρε ο πρωινός άνεμος, η επίθεση της Κασσιόπης με τα νύχια της και τα νιαουρίσματά της που ξεσήκωσαν τον τόπο μέχρι που σίγασαν κι αυτά, φλόγες που τύλιξαν τη βάρκα, το τρέξιμο των σκιών τώρα να γίνεται απροκάλυπτα προς όλες τις κατευθύνσεις, σιωπή μετά που κάλυπτε τα πάντα. Μόνο οι φλόγες ακούγονταν να γλείφουν το σαπισμένο σκαρί μέχρι που σώπασαν κι αυτές.
Το νησί των γατών συνέχισε από κει που είχε μείνει, με τη φροντίδα των αναρίθμητων μελών της που φέρνουν καλοτυχία και πλούτη στους ψαράδες. Η Κασσιόπη δεν αναφερόταν ποτέ. Ήταν ένας αστερισμός που μπορούσες να διακρίνεις στον ουρανό με λίγη προσπάθεια. Τίποτε άλλο.
Feel free to contact us on phototellers@gmail.com
ΑπάντησηΔιαγραφή