Είχαν πέσει στα γόνατα κι έκλαιγαν. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού είχαν μαζευτεί στην πλατεία. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που είχε ξεκινήσει σαν ένα σφύριγμα, σαν αδέξιο χτύπημα από παιδικό χέρι στα παράθυρα και στις ταράτσες, σαν κάτι που ήθελε να τρυπώσει από τις γρίλιες στο εσωτερικό των σπιτιών και να μείνει εκεί. Είχε έρθει όταν οι περισσότεροι είχαν ξεχάσει την εικόνα της και τη φωνή της. Κι όμως, μετά από ενάμιση χρόνο περίπου η βροχή είχε έρθει. Οι κάτοικοι βγήκαν με τις πιζάμες και τα νυχτικά τους και συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του χωριού, λες και, αν μαζεύονταν όλοι μαζί, θα ήταν επίσημο και σίγουρα δε θα το μετάνιωνε να φύγει και να κάνει πάλι τόσο καιρό να έρθει να τους επισκεφτεί. Οι καμπάνες και η σειρήνα του πυροσβεστικού σταθμού χτυπούσαν φρενιασμένα. Όλοι με τα μαλλιά τους αχτένιστα και τα μάτια πρησμένα από τις τσίμπλες και τα δάκρυα είχαν γονατίσει και έκλαιγαν σαν κάτι να είχε σκιρτήσει μέσα τους και να μην το πίστευαν.
Οι σταγόνες έπεφταν τώρα με δύναμη και η μπόρα έσκιζε τον ουρανό με μπουμπουνητά και αστραπές. Έπεφταν με τόση δύναμη που σχημάτιζαν μικρές λιμνούλες και αυλάκια που τα ρουφούσε αχόρταγα το στεγνό χώμα. Τα παιδιά χόρευαν ξυπόλητα και άνοιγαν το στόμα τους να καταπιούν τις σταγόνες. Το μικρό χωριό, όπου είχαν καταστραφεί οι σοδειές και οι καλλιέργειές του, βίωνε ένα μεταμεσονύκτιο παγανιστικό γλέντι. Οι δυνάμεις της φύσης τους είχαν λυπηθεί επιτέλους. Το έδαφος θα έδινε σιγά σιγά τους καρπούς του που τώρα μόνο πληγές από τη δίψα του μετρούσε.
Ο πρώτος που το παρατήρησε ήταν ο μικρός Μάριο που έτρεξε να το πει στον παππού του. Καθώς χόρευε με τα άλλα παιδιά, παρασυρμένα και από τη συγκίνηση των μεγάλων, κοντοστάθηκε απλώνοντας τα μικρά του χέρια και παρατήρησε τις σταγόνες, κάτι που είχαν κάνει και οι άλλοι αλλά κανείς τους δεν είχε δει αυτό που έκαναν τα μάτια του να γουρλώσουν.
«Παππού, παππού, κοίτα», ούρλιαξε και έπεσε στην αγκαλιά του ηλικιωμένου ξερακιανού άντρα που παραλίγο να σωριαστεί στις πλάκες έξω από το καφενείο.
«Παππού, κοίτα, ο Φελίπε, γύρισε, τον βλέπω!», του φώναζε και τα μάτια του έλαμπαν από τον ενθουσιασμό.
Ο Φελίπε ήταν το άσπρο κουνελάκι που του είχαν χαρίσει πρόπερσι τέτοια εποχή και ο μικρός έπαιζε συνέχεια μαζί του στον κήπο και στο χωράφι όταν ακολουθούσε τον παππού και τον πατέρα του στις δουλειές. Είχε ζήσει μόνο ένα τρίμηνο και πέθανε ξαφνικά. Είπαν στον μικρό ότι έφυγε στο δάσος για να μην τον στενοχωρήσουν. Και τώρα έβλεπε το κουνελάκι του στις σταγόνες της βροχής που όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να συγκρατήσει στα μικρά του χέρια. Ο παππούς του φόρεσε τα γυαλιά του, που είχε πάντα στην τσέπη του, και προσπάθησε να δει τι εννοούσε ο μικρός. Μάταια. Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν έβλεπε τίποτα, δε διέκρινε τη γνωστή φιγούρα του μικρόσωμου ζώου. Όμως κι οι υπόλοιποι θαμώνες του καφενείου, που σίγουρα κάποιοι είχαν ζωηρότερη όραση, δεν είδαν τίποτα. Ο μικρός απογοητευμένος πήγε πάλι πίσω στα υπόλοιπα παιδιά και το έδειξε σε αυτά. Κι αυτά είδαν. Το καθένα είδε όχι τον Φελίπε, αλλά κάποιον που είχε χάσει. Τον παππού, τη γιαγιά, τη μαμά ή τον μπαμπά τους, ακόμα και ένα σκυλάκι ή ένα γατάκι ή κάποιο αγαπημένο τους παιχνίδι. Το κάθε παιδί διέκρινε στις σταγόνες της βροχής που έπεφταν την εικόνα κάποιου που τους είχε λείψει πολύ, που είχαν να δουν καιρό και που αγαπούσαν δυνατά. Η απώλεια και η έλλειψη είχε γράψει διαφορετικά σε κάθε παιδί και οι αντιδράσεις ήταν διαφορετικές. Οι μεγάλοι είδαν ξαφνικά τα παιδιά από εκεί που έπαιζαν και χόρευαν τραγουδώντας να αντιδρούν ξαφνικά και να ξεκινήσουν άλλα τα κλάματα , άλλα τα χαμόγελα, άλλα να πέφτουν σε βαθιά σιωπή, άλλα να φωνάζουν ονόματα που δεν υπήρχαν πια ανάμεσα τους. Ένα μικρό πανδαιμόνιο ξέσπασε κι όσο και αν προσπάθησαν να τα καταλάβουν , δεν είδαν τίποτα όσο κι αν τα παιδιά με αγανάκτηση ούρλιαζαν ότι έβλεπαν μορφές. Η συναισθηματική ένταση κορυφωνόταν και αποφάσισαν το αυτονόητο. Τα πήραν βιαστικά στα σπίτια τους και τα άφησαν να ηρεμήσουν. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει για τρία μερόνυχτα. Μια βροχή δροσερή, μυρωδάτη και άκρως ανακουφιστική. Οι σοδειές θα καρποφορούσαν, τα χώματα θα ξεδιψούσαν και τα πηγάδια θα γέμιζαν πάλι. Α, ναι, και η ζωή θα επέστρεφε στην κανονικότητα, όποια και αν ήταν αυτή.
Και όντως, τέσσερις μήνες πέρασαν ήσυχα με άφθονα χαμόγελα στα χείλια και κουβέντες να κυκλοφορούν με θέμα τι άλλο, τη βροχή και το πόσο καλό έκανε. Παντού. Τα παιδιά γύρισαν στο σχολείο και στα διαβάσματα και στα παιχνίδια τους στην πλατεία του χωριού. Οι γονείς στις δουλειές τους στα χωράφια οι περισσότεροι και στα ζώα τους. Όλα ήταν όπως πριν και η αίσθηση της γαλήνης φώλιαζε και πάλι ανενόχλητη στις καρδιές των απλών ανθρώπων. Ή σχεδόν.
Ξεκίνησε ταυτόχρονα. Τα παιδιά άρχισαν να εκδηλώνουν μια περίεργη συμπεριφορά. Ήταν αφηρημένα, κοιμόντουσαν πολύ και είχαν αρχίσει να κλείνονται στον εαυτό τους. Είχαν αρχίσει να παραμελούν τα μαθήματά τους, ακόμα και οι καλοί μαθητές και μαθήτριες απλά κουβαλούσαν το σώμα τους και τα βιβλία τους στο σχολείο, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Οι δάσκαλοι κάλεσαν τους γονείς σε συνελεύσεις με την υπόνοια ότι κάτι γίνεται στο σπίτι. Οι γονείς πάλι πίστευαν ότι κάτι γίνεται στο σχολείο γιατί είχαν παρατηρήσει ότι δεν έτρωγαν πολύ, δε διάβαζαν, δεν έπαιζαν, κλείνονταν στο δωμάτιό τους με τις ώρες και το μυαλό τους ταξίδευε πάντα αλλού. Μετά από καμιά βδομάδα, ξεκίνησαν οι διάλογοι. Τα παιδιά όταν κλείνονταν στο δωμάτιό τους μίλαγαν με κάποιον δυνατά. Ολόκληροι διάλογοι πλέκονταν και, όταν έμπαιναν μέσα να δουν τι γίνεται, εκείνα σταματούσαν. Αυτό γινόταν και στα διαλείμματα αλλά και στην ώρα της γυμναστικής. Με το ίδιο αφηρημένο ύφος που είχαν όλο αυτό το διάστημα συνομιλούσαν με φανταστικούς και αόρατους ανθρώπους και ήταν άκρως απορροφημένα σε αυτή τη διαδικασία. Αρχικά δεν αποκάλυπταν τους συνομιλητές τους αλλά όταν το έπραξαν γονείς και δάσκαλοι σοκαρίστηκαν. Μιλούσαν με τον Φελίπε το κουνελάκι, τον παππού ή τη γιαγιά που είχαν φύγει από τη ζωή, γονείς αλλά και τα αγαπημένα τους παιχνίδια.
Η βραδιά της βροχής έμοιαζε να επαναλαμβάνεται με τρομακτικές διαστάσεις. Εκείνη τη νύχτα απλά έβλεπαν στις σταγόνες τους αγαπημένους τους. Τώρα πλέον τους μιλούσαν και από ότι φαίνεται υπήρχαν και αποκρίσεις στα λεγόμενά τους αυτά. Τρομοκρατημένοι οι μεγάλοι φώναξαν το γιατρό ο οποίος μετά από λεπτομερή εξέταση των παιδιών τηλεφώνησε στο φίλο του και νευρολόγο Σμιτς που έμενε τρία χωριά πιο κάτω. Εκείνος με τη σειρά του ήρθε με τον ψυχίατρο του νοσοκομείου όπου δούλευε. Οι τρεις τους εξέτασαν ενδελεχώς τα παιδιά και δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε κάποια καθαρή διάγνωση. Όλες οι εξετάσεις τους ήταν φυσιολογικές. Αδυνατούσαν να κάνουν τη σύνδεση. Οι εξετάσεις πολλαπλασιάζονταν, ο χειμώνας συνέχιζε με τα κρύα, τις βροχές και το βαρύ κλίμα στο χωριό. Τα παιδιά συνέχιζαν να μιλάνε με τους αγαπημένους τους νεκρούς αλλά τώρα πια είχαν αποκτήσει και ένα είδους εσωτερικής ισορροπίας. Ενώ αρχικά τα ένιωθες να κλείνονται στον εαυτό τους και να θέλουν να το κρατήσουν μυστικό όλο αυτό, τώρα πλέον ήταν κάτι που γινόταν ελεύθερα και ανοιχτά. Σταδιακά είχαν επιστρέψει στους παλιούς τους εαυτούς και ασχολίες. Συγκεντρώνονταν περισσότερο στο σχολείο και στα μαθήματά τους. Το χαμόγελο είχε επιστρέψει στα χείλια τους και μιλούσαν ανοιχτά για τις κουβέντες που είχαν. Στο οικογενειακό τραπέζι θα ακούγονταν φράσεις, όπως : «Ο παππούς το ξέρει ότι δεν έφταιγες εσύ μπαμπά που έφυγε. Ήθελε να το ξέρεις», ή « ο Φελίπε δεν έφυγε αλλά δεν πειράζει που δε μου το είπατε» ή ακόμα «Μαμά, ο μπαμπάς σε έβρισκε πάντα όμορφη αλλά δεν έβρισκε τα λόγια να στο πει». Τέτοιες κουβέντες που έβγαιναν ξαφνικά , έκαναν τα πιρούνια να πέσουν κάτω απότομα, τα δάκρυα να κυλήσουν και να πέσει σιωπή. Όσο απόκοσμο κι αν ήταν στην αρχή , πέρασε στη δίνη της συνήθειας, έγινε ένα κομμάτι της καθημερινότητας και μάλιστα κάτι που σχεδόν το λαχταρούσαν οι μεγάλοι. «Δε σου είπε τίποτα ο παππούς σήμερα ;» ή « Τι είπατε σήμερα με τον μπαμπά; Είπε κάτι για μένα;»
Εκείνη η πρώτη η βροχή είχε φέρει μια τόσο μεγάλη αναστάτωση αλλά και μια αφύσικη ηρεμία στις σχέσεις των ανθρώπων. Πλέον, μπορούσαν να δουλέψουν το παρελθόν μέσα τους και να μαλακώσουν τα σκληρά συναισθήματα της απώλειας και των εκκρεμοτήτων. Τα παιδιά ένιωθαν καλά με τον καινούργιο τους ρόλο και φυσικά για αυτά είχε εξελιχθεί σε κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Οι γονείς, βλέποντας αυτήν την τροπή, ζήτησαν από τους γιατρούς να αποχωρήσουν. Το είχαν αποδεχθεί και δε ζητούσαν να ταλαιπωρούνται περισσότερο με εξετάσεις τα παιδιά, αν και το κυριότερο ήταν ότι δεν ήθελαν να αλλάξει κάτι. Ήθελαν να παραμείνουν τα πράγματα ως έχουν, με πρόσβαση στη γέφυρα της ζωής και του θανάτου. Ένιωθαν γαλήνη και εξιλέωση.
Κι έτσι οι γιατροί έφυγαν με την υπόσχεση ότι θα επιστρέφουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα για να επιβλέπουν την κατάσταση. Κατά βάθος, ήθελαν να δώσουν λίγο περισσότερο χρόνο για να κλείσουν οι πληγές και να επουλωθούν τα όποια τραύματα. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν ήξερε αν το μυστήριο φαινόμενο αυτό θα είχε διάρκεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου