Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ


Ένιωθε την ίδια έξαψη με τότε.  Δεν ήταν και λίγο πράγμα να βλέπεις να πλησιάζει την πόλη σου  ένα τεράστιο κίτρινο φίδι με μια ολόκληρη πόλη χτισμένη πάνω του. Να το βλέπεις να έρχεται από μακριά, να σκίζει τον ουρανό κυματιστά, κοιτάζοντάς σε, με τα γυάλινα μάτια του. Έμοιαζε με ένα μεταμοντέρνο σαλιγκάρι βγαλμένο από κάποιον ανείπωτο εφιάλτη. Ο δρόμος είχε ερημώσει. Όλοι έτρεχαν ουρλιάζοντας να κρυφτούν από την απειλή αλλά ο Τζακ, με την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή και την ανάσα του να βγαίνει με δυσκολία, είχε μείνει ακίνητος να το χαζεύει, έξω από το βιβλιοπωλείο του στην οδό Μπουκσάιντερ. Έμενε σαν να όφειλε να το καλωσορίσει. Κι όσο πλησίαζε, τόσο χαμήλωνε το σπειροειδές κορμί του και φαίνονταν καλύτερα τα γκρίζα κτίρια  και οι επιγραφές μιας πόλης ανύπαρκτης σε όλους τους χάρτες. Κι όσο χαμήλωνε και ερχόταν κοντά του, σε πείσμα ενός γενικευμένου πανικού και υστερίας που επικρατούσε γύρω του λες και ο κόσμος είχε έρθει επίσημα στο τέλος του, εκείνος απλά πιάστηκε από το δέρμα του φιδιού, κοντά στην ουρά του, και άρχισε να σκαρφαλώνει. Στα πενήντα του η ορμή του τυχοδιώκτη χρυσοθήρα ξύπνησε με την επιθυμία να κατακτήσει την κινούμενη άγνωστη πόλη. 
Από τότε είχαν περάσει δύο χρόνια περίπου. Ο Τζακ  την τριγύρισε, την αφουγκράστηκε, τη μύρισε, την έψαξε, σαν εραστής πάνω σε ένα καινούργιο σώμα. Έμαθε τα πιο φωτεινά και σκοτεινά σημεία της, την περπάτησε ως το τελευταίο της αδιέξοδο. Ξεσηκωμένος από τη δύναμη και το μυστήριό της, την άφησε να τον τραβήξει όλο και πιο βαθιά μέσα της και στα μυστικά της. Πάντα του έδινε μια αφορμή και μια αιτία για να την ερωτευτεί ξανά από την αρχή και να κρατάει ζωντανή αυτή τη σπίθα της προσμονής. Τρύπωνε στα άδεια γραφεία των σκονισμένων επιχειρήσεων, καθόταν στα έρημα σκαμπό των ήσυχων μπαρ, κοιμόταν στα ξέστρωτα κρεβάτια των μοναχικών διαμερισμάτων. Τριγύριζε σε μια πόλη φάντασμα που κάποτε είχε κατοικηθεί ,αλλά τώρα πια είχε μείνει η ανάμνηση αυτής της αίσθησης. Ήταν μόνος του αλλά πολλές φορές βίωνε την παρουσία και κάποιου άλλου στους περιπάτους του. Όσο κι αν τον αναζήτησε δεν τον βρήκε ποτέ πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα και τις ταράτσες των έρημων ξενοδοχείων. Όποιος και αν ταξίδευε μαζί του δεν άφηνε ίχνη πίσω του, πέρα από λαμπερά σημεία, σαν να περνούσε μια πυγολαμπίδα. 
Το φίδι όλο αυτό το διάστημα πετούσε ψηλά και του χάριζε απλόχερα κάθε λογής τοπία. Θάλασσες φουρτουνιασμένες, ορυζώνες μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά του, χωράφια που έμοιαζαν με πράσινα μωσαϊκά, πόλεις πνιγμένες στη μόλυνση. Σήμερα όμως πετούσε πάνω από μια έρημη έκταση πολύ χαμηλά. Λες και βρισκόταν σε ένα άδειο σημείο της υδρογείου, σε ένα λευκό χαρτί. Η έξαψη του παρελθόντος τον χτύπησε και πάλι. Όπως τότε είχε σκαρφαλώσει στην πόλη του φιδιού χωρίς δεύτερη σκέψη, σήμερα θα την εγκατέλειπε. Το ένιωθε ότι είναι η τελευταία του μέρα πάνω της. Και ίσως το φίδι να το είχε ήδη διαισθανθεί και να πετούσε χαμηλά για να τον διευκολύνει. Όπως ολοκλήρωνε το ερπετό τη μεταμόρφωσή του, έτσι ολοκλήρωνε κι ο Τζακ τη δική του. Είχαν ήδη αρχίσει να φεύγουν ιριδίζουσες νιφάδες από το παλιό του δέρμα και να σκορπίζονται στην πρωινή ομίχλη. Οι οικοδεσπότης του άλλαζε και για πρώτη φορά το ένιωθε κι ο σιωπηλός άντρας. Εκείνος  πάλι σκόρπιζε στον αέρα μικρά δικά του κομμάτια. Ήταν πια σίγουρος ότι εκείνος που έψαχνε όλο αυτόν τον καιρό δεν ήταν άλλος παρά ο ίδιος ο εαυτός του. Τώρα το ένιωθε ότι τα φώτα που άναβαν σε διάφορα σημεία της πόλης  ήταν μονάχα δικές του σκέψεις για τη ζωή του, το ίδιο του το παρελθόν. Προσπάθησε να το καταλάβει, να το αγαπήσει. Μόλις το φως ζωήρευε λίγο ακόμα, θα πηδούσε. Αν ρωτούσε τον εαυτό του, δεν ήταν σίγουρος αν έφευγε με δική του θέληση ή αν τον έσπρωχνε εκείνη, η πόλη του φιδιού. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου