Είχαν περάσει περίπου δύο εβδομάδες από τα γεγονότα της Ταμαρίνια. Ο Χάρης επέστρεφε πάλι στους ρυθμούς της καθημερινής του ρουτίνας. Πήγαινε για τρέξιμο τα απογεύματα, πριν πάει για δουλειά, έτρωγε με τη Σύλβια, αν την πετύχαινε σπίτι και δεν ήταν στον κήπο της, άκουγε τους δίσκους του σε εκείνο το ταλαιπωρημένο πικ-απ, κοιμόταν με την Μπράνκα, έκαναν έρωτα τα μεσημέρια που σχολούσε, τον σέρβιρε την μπύρα του στο ρεπό του και πήγαινε να τον βρει πάλι στο δωμάτιό του, και φυσικά περνούσε τα βράδια του στη Σιέρρα, προσέχοντας ένα άδειο και ψυχρό ερευνητικό κέντρο. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο είχε πειστεί ότι εκείνο το μεσημέρι, στον κλειστό σταθμό του μετρό, ήταν ένα παραλήρημα της φαντασίας του, το πιο πιθανό προερχόμενο από την κούραση και τη νύστα. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει με τη λογική και για αυτό ένα μεγάλο κομμάτι του είχε ανακουφιστεί για τις ήσυχες μέρες και νύχτες που είχαν ακολουθήσει. Είχε βιαστεί όμως να καθησυχαστεί.
Η πρώτη του επιστροφή στο παρελθόν συνέβη ένα απόγευμα που είχε πάει για τρέξιμο στο πάρκο κοντά στο σπίτι. Είχε φύγει, αφήνοντας την Μπράνκα με μούτρα. Είχε ξεκινήσει πάλι εκείνη την κουβέντα περί συμβίωσης. Την είχε κουράσει να ζει σε ένα δωμάτιο κλεισμένη και να τον περιμένει, είχε βαρεθεί να πηγαίνει μόνο εκείνη στο δωμάτιό του και δεν καταλάβαινε γιατί δεν αποφάσιζε να ζήσει μαζί της σε ένα μεγαλύτερο χώρο, σε μια γειτονιά πιο κοντά στο κέντρο. Δεν άντεχε να την ακούει να γκρινιάζει. Όσο αισθησιακή ήταν στις καλές της, τόσο γυναικούλα του φαινόταν τότε. Της εξηγούσε ότι ήταν μια χαρά έτσι, ότι όλοι είναι μόνοι τους κατά βάθος και το να μένουν μαζί θα ήταν καταστροφικό και δε θα λειτουργούσε.
«Μα δε σε καταλαβαίνω, Χάρη. Σου λέω ότι έχω κουραστεί με αυτόν τον τρόπο ζωής και θέλω κάτι παραπάνω και εσύ τι κάνεις για αυτό;»
«Θα πάω για δύο γύρους τρέξιμο στο πάρκο γιατί θα τσακωθούμε και δε θέλω», απαντούσε συνήθως και έφευγε. Ο ίδιος δεν είχε καταλάβει αν πίστευε έστω και μια λέξη από όσα της έλεγε.
Και σήμερα τα έφερνε στο μυαλό του πάλι. Δεν ήθελε να δεσμευτεί όπως εκείνη. Καλά δεν περνούσαν; Τι παραπάνω ζητούσε; Ήταν σίγουρος ότι, όταν γυρνούσε στο δωμάτιο, η ίδια θα είχε φύγει. Θα του κρατούσε μούτρα λίγες μέρες και μετά θα επέστρεφε στο κρεβάτι του. Μια διαδικασία που ήταν ίδια και απαράλλακτη, δουλεμένοι διάλογοι που τους είχαν αποστηθίσει για την παράσταση κάθε φορά. Σταμάτησε να κάνει ένα διάλειμμα στον κορμό ενός δέντρου. Έγειρε πάνω του και πήρε βαθιές ανάσες, καθώς ο ήλιος τους απογεύματος του έκαιγε το πρόσωπο. Ένιωσε ξαφνικά τον κορμό να υποχωρεί, σαν να υπήρχε μια πόρτα, την οποία ο Χάρης δεν είχε δει, και άνοιξε απότομα. Έχασε την ισορροπία του κι άρχισε να κυλάει σε ένα σκοτεινό τούνελ, χωρίς να νιώθει τα τοιχώματά του. Σαν να έπεφτε σε μια μαύρη τρύπα, σαν μια άλλη Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Προσγειώθηκε, πέφτοντας άγαρμπα σε ένα δωμάτιο. Ήταν ένα σαλόνι με έναν μεγάλο καναπέ με πράσινα βελούδινα μαξιλάρια , ένα τραπέζι γεμάτο μαρκαδόρους και χαρτιά, αμέτρητα αυτοκινητάκια στο πάτωμα. Στον τοίχο υπήρχαν κορνίζες με κεντημένες μαρκησίες και δούκες στα δάση ή άμαξες δίπλα σε ειδυλλιακές γέφυρες. Ο Χάρης ήταν ξαπλωμένος σε μια γωνία κοντά στην εξώπορτα, με ένα μαύρο μαρκαδόρο στο χέρι και ένα χαρτί μπροστά του. Όσο και αν δεν μπορούσε να το πιστέψει, να που είχε συμβεί. Είχε ταξιδέψει σε ανύποπτη στιγμή πίσω στο χρόνο. Δεν φορούσε τα αθλητικά του και την μουσκεμένη από τον ιδρώτα μπλούζα του, αλλά ένα μόνο ένα μπλε σορτσάκι με τον Σούπερμαν στην κωλότσεπη. Δροσίζεται εκείνο το ζεστό απόγευμα στο πατρικό του σπίτι. Νιώθει πάλι μικρός στο μικρό του σώμα. Κοιτάζει τα μουτζουρωμένα χέρια του. Ναι, είναι παιδικά. Νιώθει πάλι έξι χρονών σε αυτό το σπίτι με τα πράσινα μαξιλάρια που σιχαινόταν και τα κάδρα-κειμήλια που είχε κεντήσει η γιαγιά του. Είναι πάλι έξι χρονών και αρχίζει να θυμάται πολύ καλά αυτό το απόγευμα, που είχε κρυφτεί ακόμα καλύτερα κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού του. Θυμάται ότι έχει φύγει η γειτόνισσα, που περνάει να του ρίξει μια ματιά και να τον ταΐσει το φαγητό της μαμάς του. Είναι ηλικιωμένη και βαριέται να παίζει μαζί του. Μένει από κάτω, το όνομά της είναι Αιμιλία και έχει μουστάκι και μυρίζει γριά. Τον μαλώνει πάντα που δε μαζεύει τα παιχνίδια του και δεν την αγαπάει. Θυμάται που ζωγραφίζει έναν σκίουρο πάνω σε έναν κορμό δέντρου στο δάσος. Τώρα που το ξαναβλέπει, όμως, μέσα από τα ενήλικά μάτια του, τού φαίνεται ότι είναι η μεγαλύτερη μουτζούρα του κόσμου.
Και ξαφνικά μπαίνει εκείνη. Μπαίνει η μαμά του και η καρδιά του πάει να σπάσει. Είναι η μητέρα του, νέα, κάτω από τριάντα. Φοράει εκείνο το μπλε φόρεμα με τα μεγάλα λουλούδια και τον άσπρο γιακά στο λαιμό. Τα μαλλιά της δεν έχουν ούτε μια άσπρη τρίχα και τα έχει πιασμένα πίσω. Του κόβεται η ανάσα. Πόσο όμορφη δείχνει! Στο μυαλό του είχε πάντα την εικόνα της τα τελευταία χρόνια, που μεγάλωνε και βάραινε και γινόταν σαν την ηλικιωμένη κυρία Αιμιλία. Τα άσπρα της μαλλιά, οι ρυτίδες, η δυσκολία στο περπάτημα, το σώμα της που είχε κρεμάσει, όλα του φώναζαν ότι η μάνα του είχε μεγαλώσει όπως και εκείνος. Σε κάθε του ταξίδι την έβρισκε όλο και πιο ταλαιπωρημένη, όλο και πιο κουρασμένη από την ζωή ουσιαστικά και τις φθορές της. Η τελευταία εικόνα δική της, που του είχε χαραχτεί στο μυαλό, ήταν στο νοσοκομείο με τόσα καλώδια και ορούς να κρέμονται από πάνω της. Και τώρα να τη, τόσο νέα και όμορφη και μυρωδάτη και δροσερή! Την παρατηρεί καθώς μπαίνει, αφήνει τα κλειδιά της στο τραπεζάκι και τον κοιτάζει στα μάτια με ένα τεράστιο χαμόγελο αφοπλιστικό.
«Πού είναι το αγοράκι μου; Πού είναι ο Χαρούλης μου;» και απλώνει τα χέρια της για να τoν αγκαλιάσει.
Ο Χάρης σηκώνεται και τρέχει αμέσως κοντά της. Χάνεται μέσα στην αγκαλιά της, ρουφάει αχόρταγα τα φιλιά της και το άρωμά της. Πόσο του είχε λείψει και δεν το είχε ομολογήσει ούτε στον εαυτό του όλα αυτά τα χρόνια!
Όταν εκείνη αποτραβιέται, κοιτάζει το μικρό χάος γύρω της.
«Πάλι δεν έχεις μαζέψει τα παιχνίδια σου βρε Χάρη; Πόσες φορές θα το πω; Tόσο δύσκολο είναι πια;», του λέει έντονα και αρχίζει να μαζεύει ένα-ένα τα αυτοκινητάκια και τους μαρκαδόρους.
Και όσο την παρατηρεί καλύτερα, αρχίζει και το διακρίνει. Βλέπει ότι είναι κουρασμένη, βλέπει τις μπλε φλεβίτσες να πετάγονται πίσω από τα γόνατά της, μυρίζει τον καφέ και το τσιγάρο στα μαλλιά της και την ανάσα της, θυμάται ότι δουλεύει πάντα υπερωρίες στο κατάστημα με τα υφάσματα γιατί υπάρχει το δάνειο του σπιτιού, είναι νέα αλλά έχει το άγχος μιας γυναίκας που πρέπει να τα καταφέρει. Την παρατηρεί μέσα από το σώμα ενός παιδιού, αλλά με τη ματιά ενός ενήλικα.
Ο Χάρης δε μιλάει και συνεχίζει να παίζει τώρα με τα αυτοκινητάκια του, πριν η μαμά του τα βάλει στο κουτί των παιχνιδιών. Όταν τελειώνει με αυτά, μαζεύει τους μαρκαδόρους και τσαλακώνει το χαρτί με τη ζωγραφιά του μικρού. Όταν ο Χάρης το βλέπει, βάζει τα κλάματα.
«Γιατί την τσαλάκωσες; Το είχα φτιάξει για σένα. Είναι ένας σκίουρος πάνω στον κορμό του», της φωνάζει μες στα αναφιλητά του. Τα δάκρυά του κυλάνε στα μάγουλά του, η λεπτή του φωνή τρέμει και νιώθει ότι τον πνίγει ένα τεράστιο παράπονο, λες κι όλη η αδικία του κόσμου έχει πέσει πάνω του και δεν τον αφήνει να πάρει ανάσα. Η μαμά του τον παίρνει στην αγκαλιά της και προσπαθεί να τον ηρεμήσει.
«Ναι, μωρό μου, έχεις δίκιο. Μα πώς δεν το είδα; Είναι ένας παιχνιδιάρης σκίουρος πάνω σε έναν κορμό δέντρου. Συγγνώμη που στο τσαλάκωσα. Να τι θα κάνουμε όμως, θα το βάλουμε κάτω από το μεγάλο και βαρύ λεξικό να ισιώσει και μετά θα το κορνιζάρω, αφού είναι μια ζωγραφιά μόνο για μένα. Πολύ σε ευχαριστώ, Χαρούλη μου», του λέει καθώς τον πνίγει στα φιλιά και τώρα το βλέπει καθαρά ότι ένα δάκρυ είναι έτοιμο να κυλήσει από τα δικά της μάτια, κάτι που δε θυμόταν στην αρχική βερσιόν της ιστορίας. Του φαίνεται τόσο, μα τόσο, περίεργο να το ξαναζεί όλο αυτό, μια ανάμνηση που του είχε μείνει χαραγμένη ως ένα παράπονο. Η ζωγραφιά που παραλίγο να πεταχτεί, μια λεπτομέρεια από την παιδική του ηλικία που της το κρατούσε, ενώ τώρα έβλεπε άλλα, τόσο πιο πολύ σημαντικά πράγματα. Την έσφιγγε κι εκείνος στη μικρή του αγκαλιά και έκλαιγε γοερά σαν ένας πεισματάρης και εγωιστής γίγαντας, ως ένα εξάχρονο μικρό αγόρι που ήθελε να γίνει το δικό του ενώ δε μάζεψε ποτέ τα παιχνίδια του χωρίς να την εκνευρίσει.
Όσο την έσφιγγε, η αγκαλιά της γινόταν όλο και πιο σκληρή και άκαμπτη. Το άρωμα της εξαφανιζόταν και το μαλακό της νεανικό της δέρμα κρυβόταν κάτω από κάτι που θύμιζε ξύλο. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον εαυτό του να αγκαλιάζει τον κορμό εκείνου του δέντρου στο πάρκο. Τα μάτια του ήταν υγρά από τα κλάματα και ένα ζευγάρι που έκανε ποδήλατο τον προσπέρασε, κοιτάζοντάς τον περίεργα. Αμέσως σκούπισε τα μάτια του και απομακρύνθηκε από το δέντρο. Το σοκ αυτής της εμπειρίας ήταν ασύλληπτο. Είχε γυρίσει πίσω στην παιδική του ηλικία, είχε τρυπώσει στο εξάχρονο σώμα του και τα έχασε μπροστά στη μητέρα του. Τα έχασε και δε βρήκε το θάρρος να της πει τόσα πολλά που τώρα, καθώς γύριζε σπίτι, του έρχονταν σα χείμαρρος. Τώρα δεν τον έπνιγαν τα δάκρυα, αλλά οι λέξεις και τα λόγια που δεν της είχε πει. Δε βρήκε το θάρρος να της πει ότι είναι πανέμορφη και ότι το ήξερε ότι κουραζόταν πολύ σε εκείνη τη δουλειά που απεχθανόταν κι ότι την έκανε μόνο και μόνο για να βοηθάει τα οικονομικά του σπιτιού, ότι το ήξερε ότι προσπαθούσε να τα βολεύει όλα με τον καλύτερο τρόπο και ότι λυπόταν που την ταλαιπωρούσε με τις δικές του αταξίες. Δεν της είπε ότι για εκείνον ήταν η καλύτερη μαμά του κόσμου. Πόσο το μετάνιωνε που δεν μπόρεσε να τρυπώσει όπως ήθελε στο παρελθόν του και να αλλάξει τη σπαραξικάρδια σκηνή. Σάστισε όμως τόσο πολύ, τον πήρε μαζί του αυτό το δυνατό κύμα της συγκίνησης και τον χτύπησε ανελέητα.
Τα δάκρυά του στέγνωσαν μέχρι να πάει στο δωμάτιό του. Είχε γίνει πάλι ο δυνατός, σκληρός ενήλικας. Πόσο θα ήθελε να το μοιραστεί με την Μπράνκα, αλλά ήξερε ότι δε θα την έβρισκε στο δωμάτιό του…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου