Εννοείται ότι το είχε σκυλομετανιώσει που κατέβηκε στην τουαλέτα του μπαρ. Αν δεν είχε πάει, δε θα βρισκόταν τώρα πίσω από το τιμόνι με αυτήν τη διαβολεμένη βροχή που δεν έλεγε να κοπάσει. Δε θα βρισκόταν αντιμέτωπος με το παρελθόν του, αλλά το πιθανότερο με ένα δεύτερο ποτήρι μπύρας κερασμένο από τον Κέβιν, χαζεύοντας την Μπράνκα να πηγαινοέρχεται με το δίσκο. Αλλά κατά βάθος το ήξερε ότι παραμύθιαζε τον εαυτό του. Όπου κι αν βρισκόταν, θα ερχόταν κι αυτή η στιγμή. Το έβλεπε καθαρά τώρα. Όλα αυτά τα ταξίδια στο χρόνο τόσο καιρό ένιωθε ότι τον προετοίμαζαν για αυτό. Το ταξίδι της ζωής του ήταν αυτή η νύχτα. Τώρα που ξαναγύριζε στο πιο ζόρικο δίλημμα της ζωής του τι θα έκανε; Πώς θα το διαχειριζόταν; Και φυσικά, για να γίνουν τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα είχε γυρίσει πίσω στο χρόνο τη στιγμή που δεν έπρεπε.
Μόλις είχε ακούσει αυτόν τον απόκοσμο ήχο από το εμπόδιο πάνω στο οποίο είχαν βρει τα λάστιχά του. Έβγαλε μια κραυγή κι άρχισε να χτυπάει με λύσσα με τα χέρια του το τιμόνι. Τα χέρια του ήταν παγωμένα και ιδρωμένα ταυτόχρονα. Όταν πέρασε αυτή η έκρηξη απόγνωσης, πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσβησε τη μηχανή. Δε χρειαζόταν καν να βγει από το αυτοκίνητο. Ήξερε πολύ καλά τι τον περίμενε εκεί πίσω και δεν ήθελε να το αντικρύσει ξανά. Ήξερε πολύ καλά αυτή τη σκηνή της ταινίας και το μόνο που ήθελε ήταν να την τρέξει στο fast forward. Είχε σκεφτεί στο παρελθόν άπειρες φορές αυτήν τη σκηνή, τι θα έκανε αν του δινόταν η ευκαιρία ξανά, τι θα έκανε αν την ξαναζούσε και τώρα επιτέλους βρισκόταν πολύ κοντά στο να τα κάνει όλα σωστά. Ακουγόταν μόνο ο μεταλλικός ήχος της βροχής στο καπό και στα τζάμια μαζί με τις σκέψεις του.
Τέλος χρόνου. Έστριψε το κλειδί στη μηχανή κι έβαλε μπρος. Και τόσο απλά, βρέθηκε να γυρίζει το πόμολο της πόρτας της τουαλέτας στο μπαρ του Κέβιν. Toυ πήρε λίγο χρόνο να συνηθίσει το πρώτο σοκ της επιστροφής.
Ανέβηκε μουδιασμένος τα σκαλιά.
Ο Κέβιν του είχε ήδη σερβίρει τη δεύτερη μπύρα του.
«Τι έγινε; Μοιάζεις σαν να είδες φάντασμα εκεί κάτω.»
«Μμ.. ναι, θα μπορούσες να το πεις και έτσι», του απάντησε κοφτά, ήπιε μονορούφι τη μπύρα του νιώθοντας τη δροσιά της σε όλο του το σώμα που το ένιωθε να πάρει φωτιά. Έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα από την τσέπη του και το άφησε πάνω στην μπάρα.
«Καλό βράδυ, Κέβιν», του είπε σχεδόν ψιθυριστά και πήγε προς την πόρτα.
«Να προσέχεις φιλαράκο, θα τα πούμε την άλλη βδομάδα», του είπε ο Κέβιν καθώς άναβε το τσιγάρο του.
«Ε, για πού το έβαλες; Σε ένα μισάωρο σχολάω», του είπε παραπονιάρικα η Μπράνκα, πιάνοντάς τον τρυφερά από το μπράτσο.
«Θέλω να πάρω λίγο αέρα, θα περπατήσω μέχρι το σπίτι», της είπε και τη φίλησε δυνατά στο στόμα.
Άνοιξε την πόρτα του μπαρ και βγήκε στην καθαρή νύχτα. Είχε πάρει την απόφασή του, όπως τότε, εκείνη τη νύχτα.
Τότε είχε κάνει το ίδιο. Είχε πάρει την απόφαση να φύγει όσο πιο μακριά γίνεται. Ενστικτωδώς είχε οδηγήσει μέχρι το σταθμό των λεωφορείων όπου και άφησε το αυτοκίνητό του και πήρε το πρώτο πούλμαν που έφευγε άμεσα. Ο προορισμός του ήταν αδιάφορος, η φυγή ήταν ο μοναδικός σκοπός. Το πούλμαν ήταν σχεδόν άδειο λόγω της ημέρας. Δε θυμόταν καν πού έκανε τέρμα μετά από ώρες. Θυμόταν μόνο την αναθεματισμένη τη βροχή. Εξαντλημένος, είχε κοιμηθεί σε ένα άθλιο μοτέλ σε μια πόλη που δεν είχε ξανακούσει. Είχε βγει να πάρει τσιγάρα σε ένα κιόσκι και έμεινε να δει τις ειδήσεις που έτρεχαν στη μικρή οθόνη του καταστήματος. Μόνο τρόμος τον έτρωγε μήπως ακούσει κάτι για το περιστατικό, αν έλεγαν κάτι για κάποιον άγνωστο άντρα που βρέθηκε νεκρός έξω από μπαρ, ή αν είχαν τη δική του φωτογραφία και τον αναζητούσαν για φόνο και εγκατάλειψη του θύματος. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν μπορούσε να πιάσει ξανά τιμόνι. Τον πρώτο καιρό είχε τις κεραίες του τεντωμένες. Περίμενε την τιμωρία του που δεν ερχόταν. Άφησε σταδιακά την παλιά του ζωή πίσω σε εκείνο το βράδυ και άρχισε να περιπλανιέται από πόλη σε πόλη με πούλμαν και με τρένα ή μετρό. Δεν έπιασε ποτέ τιμόνι μετά από εκείνη τη νύχτα. Πάντα διάβαζε ειδήσεις με το φόβο μήπως αναφερθούν σε εκείνη τη νύχτα και πάντα κοίταζε πίσω του μήπως τον παρακολουθούν και τον συλλάβουν. Άρχισε να συλλέγει τις ολιγοσέλιδες χειροποίητες εφημερίδες από τις πόλεις όπου περνούσε και να τις αποθηκεύει στο κουτί του. Άλλαζε πόλεις και προσωπικότητες. Έβρισκε ευκαιριακές δουλειές που δεν είχαν ιδιαίτερες απαιτήσεις. Έφτιαχνε ευκαιριακές σχέσεις και δεσμούς με συγκάτοικους και αιθέριες υπάρξεις με τις οποίες μοιραζόταν το κρεβάτι του, κρατώντας το μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου του κλειδωμένο.
Ο χρόνος περνούσε και είχε καταφέρει να εξαφανιστεί από τον παλιό του εαυτό, την παλιά του μισητή δουλειά, τον πατέρα του. Κρατούσε μια τηλεφωνική επαφή με τη μητέρα του αλλά κι αυτή ήταν εξαιρετικά αραιή. Είχε υψώσει ένα τοίχος και ήταν λίγο απόμακρος, δαμάζοντας τη μοναξιά του. Πολλές φορές αναρωτιόταν τι να απέγινε αυτό το αντρικό σώμα. Ήταν νεκρός κι αν ναι, τον είχε σκοτώσει ο ίδιος ή είχε γίνει το κακό νωρίτερα; Τον είχαν αναγνωρίσει, ποιος να ήταν άραγε, δεν τον έψαξαν οι γνωστοί του ή οι φίλοι του; Δεν μπορεί να μην είχε ανακοινωθεί κάπου το περιστατικό, αλλά όσο κι αν πάλεψε δεν έβγαλε άκρη. Είχε καταλήξει ότι ο άντρας ήταν ένας άστεγος, ένας άγνωστος σε μια μεγάλη πόλη για τον οποίο κανείς δεν έδινε δεκάρα και του οποίου τα στοιχεία κανείς δε γνώριζε. Αυτή η αλήθεια τον βόλευε περισσότερο και αυτήν καλλιεργούσε μέσα του εδώ και τόσο καιρό.
Ναι, σίγουρα, αν τα έβαζε κάτω ήταν δειλός και σίγουρα τομάρι, ένα κάθαρμα. Τα είχε σκατώσει τότε αλλά ξέφυγε από την τιμωρία, σαν το μικρό παιδί που κάνει τη ζαβολιά και τη βγάζει καθαρή. Τον βόλεψε η ιστορία. Ναι, καιρός ήταν να το παραδεχτεί. Τώρα πάλι έφευγε. Θα μπορούσε να είχε κάνει το σωστό αλλά και αυτή τη φορά επέλεξε τη φυγή. Είχε ενοχές; Βέβαια, άπειρες, αλλά ταυτόχρονα υπήρχε και μια περίεργη αίσθηση ελευθερίας στον πάτο του βαρελιού όπου είχε βουλιάξει.
Περπατούσε αργά προς το σπίτι. Είχε πάρει τη συνηθισμένη του διαδρομή. Μπόουβιλ, μια πόλη που πραγματικά είχε αγαπήσει αληθινά. Τη χάζευε τώρα στη νυχτερινή της εκδοχή και την απολάμβανε. Έκανε ένα νεύμα χαιρετισμού στο νεαρό που ερχόταν προς το μέρος του που είχε βγάλει το σκύλο του βόλτα. Η πόλη πήγαινε για ύπνο. Οι θόρυβοι είχαν κοπάσει και τα φωτισμένα παράθυρα στις πολυκατοικίες ήταν λιγοστά. Ναι, αποχαιρετούσε με αυτήν τη βόλτα άλλη μια πόλη, όπως και τόσες άλλες, που δεν μπόρεσε να τον κρατήσει. Ένιωθε αγρίμι που δεν μπορούσε να ησυχάσει πουθενά. Πέρασε από το σκοτεινό πάρκο κοντά στο σπίτι. Έβγαλε τα κλειδιά του από την τσέπη. Κουδουνίσανε στα χέρια του. Είχε φτάσει στη γωνία. Είχε πάρει την απόφασή του. Το ταξίδι της ζωής του είχε φτάσει στο τέλος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου