«Συγγνώμη που άργησα, αλλά δε θα πιστέψεις τι έγινε. Με δάγκωσε άνθρωπος τρία στενά πιο κάτω» είπε ο Ροζά ξέπνοα και κάθισε στο σκαμπό του μπαρ, αφήνοντας την ουρά του να κρέμεται κάτω όπως του άρεσε. Κοίταξε το ποτό του Λουκ και έκανε νόημα στον μπάρμαν να του φέρει ένα ίδιο.
«Άνθρωπος; Καλά, πώς έγινε αυτό;» ρώτησε παραξενεμένος ο Λουκ.
Ο Ροζά έβγαλε τα τσιγάρα από την τσέπη του δερμάτινου τζάκετ του. Ήταν εμφανώς ταραγμένος. Ζούσε σε αυτή τη γειτονιά περίπου έξι μήνες. Είχε μετακομίσει από το βορά όταν έμαθε για το άνοιγμα θέσεων στο ξενοδοχείο Four Lanterns. Ήταν εξαιρετικά καλός sommelier και γι’ αυτό παράτησε τη βαρετή του δουλειά στο οινοποιείο του πατέρα του και αναζήτησε την περιπέτεια στο διάσημο ξενοδοχείο. Θα γνώριζε ενδιαφέροντες ανθρώπους και σίγουρα θα ήταν ένα δυνατό χαρτί στο βιογραφικό του. Ένα σαλούκι στο πιο παλιό και φημισμένο ξενοδοχείο της περιοχής. Γιατί όχι; Το γεγονός ότι είχε μια εξαιρετική μύτη το γνώριζε από κουτάβι και για αυτό είχε επενδύσει σε αντίστοιχες σπουδές και σεμινάρια σε όλον τον κόσμο. Το ήξερε ότι ήταν καλός. Και όντως, με το άνοιγμα του ξενοδοχείου, ο Ροζά ανέλαβε την κάβα και δεν απογοήτευσε ούτε μια στιγμή τον Ζενεβιέ που του έδειξε τυφλή εμπιστοσύνη.
Απόψε είχε ραντεβού με τον παιδικό του φίλο Λουκ, τον τραπεζίτη μπράκο ιταλιάνο που κυκλοφορούσε πάντα με κοστούμια που έραβε στον οικογενειακό τους ράφτη και εντυπωσίαζε με την κομψότητά του. Κάθονταν μαζί στο ίδιο θρανίο στα χρόνια του γυμνασίου και , αν και αργότερα χώρισαν οι δρόμοι τους, η πόλη της Μπρενανσόν τους έφερε πάλι κοντά.
«Όπως έστριψα στην Γκρεναβιέν, ένας άνθρωπος απλά με δάγκωσε στα πλευρά μου. Σοκαρίστηκα.»
«Μα, δεν μπορεί, μήπως τον προκάλεσες;»
«Όχι, ίσα ίσα περπατούσα με την ουρά μου κατεβασμένη», είπε και ανέβασε διακριτικά το πουκάμισό του για να δει ο Λουκ το σημείο της πληγής που ήταν τώρα καλυμμένο με γάζα. «Είναι μια αψυχολόγητη συμπεριφορά».
«Αν είναι δυνατόν! Μάτωσε; Έμπηξε τα δόντια του;»
«Τα έμπηξε και με τρέλανε στον πόνο. Δεν το χωράει ο νους μου. Ήταν ένας καθωσπρέπει πενηντάρης κύριος με γυαλιά, τυλιγμένος στο παλτό του που περπατούσε αμέριμνα μέχρι την ώρα που με είδε.»
«Και τι έγινε μετά; Ήταν μόνος του; Προσφέρθηκε να σε πάει σε ένα φαρμακείο;»
«Ήταν μόνος του και όταν διασταυρώθηκαν τα βήματά μας, απλά μου όρμησε και μετά μπήκε τρέχοντας στο πρώτο λεωφορείο που πέρασε. Ταράχτηκα πολύ, τα έχασα τελείως. Θα μπορούσα να τον κυνηγήσω ή να μυρίσω πού είναι, αλλά είπα να μη δώσω συνέχεια.»
Ο μπάρμαν άφησε το νταφρούι, εξαιρετικά αρωματικές σταγόνες όξινης βροχής παλαιωμένες σε βαρέλια με ασφόδελους, μπροστά του. Ο Ροζά πήγε να πιει μια γουλιά και το άφησε.
«Με συγχωρείς φίλε μου, μπορείς να μου φέρεις μια σόδα; Δε θα το πιω αυτό.»
Ο Λουκ τον κοίταξε με περιφρόνηση.
«Δε σε αναγνωρίζω. Σε δαγκώνει ένας άνθρωπος και το αφήνεις να περάσει έτσι; Ξεχνάς τη φύση σου; Είσαι ένα περήφανο κυνηγόσκυλο.»
«Σου εξηγώ ότι τα έχασα τελείως. Με αιφνιδίασε. Πρώτη φορά μου συμβαίνει. Πήγα στο φαρμακείο εδώ πιο κάτω και μου χτύπησαν έναν αντιτετανικό ορό και μου συνέστησαν ισχυρή αντιβίωση»
«Αντιβίωση;»
«Ναι, για αυτό καλύτερα να μην πιω αλκοόλ. Συνέστησαν την αντιβίωση για προληπτικούς λόγους και ο πιο σοβαρός είναι ο κίνδυνος υιοθέτησης ανθρώπινων χαρακτηριστικών συμπεριφοράς.»
«Από τις πιο περίεργες ιστορίες που έχω ακούσει είναι αυτή, βρε Ροζά. Τι να πω, να προσέχεις γιατί οι άνθρωποι είναι πολύ περίεργοι τελευταία. Και πραγματικά εύχομαι με την αντιβίωση να γλίτωσες τα χειρότερα.»
Ο Λουκ άφησε το ποτήρι του στην μπάρα και χαμογέλασε πονηρά.
«Φαντάζεσαι να κόλλαγες λίγο από την έλλειψη της πίστης που έχουν οι άνθρωποι; Μπλιαχ. Δεν πιστεύουν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό. Καμία σχέση με εμάς, λες και δεν έχουν μάθει. Φέρονται πολύ πιο άγρια από αγέλη λύκων μεταξύ τους ώρες ώρες.»
Ο Ροζά γέλασε δυνατά και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, πίνοντας μια γουλιά από τη σόδα του.
«Αυτό δεν είναι τίποτα. Για φαντάσου να κόλλαγα το τσιμπούρι της μονογαμίας;» είπε και έκλεισε το μάτι στην ξανθιά γκαρσόνα στην άκρη του μπαρ. «Ας πιούμε λοιπόν στους ανθρώπους και στις αδυναμίες τους απόψε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου