Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

ΤΟ ΚΥΜΑ - II/III - ΣΤΗ ΣΤΕΡΙΑ


Αποφάσισε να βγει ξημερώματα στη στεριά να τον ψάξει. Υπολόγιζε στο πρώτο φως και στην ησυχία που θα επικρατούσε στην πόλη. Φυσικά και δεν είχε την παραμικρή ιδέα από πού να ξεκινήσει. Δεν είχε κανένα στοιχείο για να τη βοηθήσει. Δεν ήξερε το όνομά του, τη διεύθυνσή του, αν δούλευε κάπου και αν αυτό το κάπου ήταν μέσα στην πόλη ή στα προάστια. Το μόνο που θα μπορούσε να αναγνωρίσει ήταν το κορμί του και η φωνή του, αλλά αυτό δεν ήταν και πολύ δυνατή πληροφορία, γνωρίζοντας ότι η Καλαμαία είχε πολλούς κατοίκους. Δεν την πτοούσε τίποτα όμως. Η λαχτάρα της για να τον βρει ήταν τεράστια.
Τα πρώτα κύματα βγήκαν με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Δειλά, στην αρχή, πλημμύρισε η παραλία και πήρε τον ανηφορικό δρόμο προς την κεντρική πλατεία. Ήξερε τη δύναμή της αλλά ένιωθε κυριολεκτικά έξω από τα νερά της, εντελώς εκτεθειμένη. Τρύπωσε στα πρώτα σπίτια ψάχνοντας με τα αλμυρά, υγρά άκρα της το γνώριμό του σώμα. Οι πρώτες κραυγές αγωνίας ακούστηκαν. Είχε ξανακούσει αντίστοιχες φωνές όταν γονείς ούρλιαζαν για τα μικρά τους που είχαν κολυμπήσει πιο ανοιχτά από όσο επέτρεπαν. Τις ένιωθε τις φωνές αυτές και πάντα τα προστάτευε. Με τα κύματά της απαλά τα έβγαζε προς τα έξω. Τώρα δεν μπορούσε όμως να συγκρατήσει τη δική της αγωνία παρόλο που καταλάβαινε ότι ο εγωισμός της θα έφερνε μόνο πόνο. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Έψαχνε νευρικά και βιαστικά. Τα κύματά της όλο και μεγάλωναν, οι άνθρωποι σκαρφάλωναν στις στέγες των σπιτιών τους για να σωθούν, άλλοι είχαν παρασυρθεί στον ορμητικό χείμαρρο που ρουφούσε τα πάντα, δέντρα, αυτοκίνητα, ποδήλατα, αδέσποτες γάτες και σκύλους, μια τρομακτική βουή από τη βιβλική καταστροφή, εκείνος δεν ήταν πουθενά, ο εκνευρισμός της όλο και μεγάλωνε.

Το ψάξιμο δεν κράτησε πολύ. Αφού έπνιξε τόσους ανθρώπους και πλημμύρισε την πόλη, πήρε μανιασμένα το δρόμο του γυρισμού. Ήταν ταπεινωμένη και απογοητευμένη. Είχε υποκύψει σε ένα καπρίτσιο και είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτο κακό. Για ώρα τα κύματά της ήταν αναστατωμένα με αυτές τις σκέψεις μέχρι που κόπασαν από την κούραση. Γαληνεμένα τα νερά της λες και ήταν μια Κυριακή πρωί. Κλάματα και κραυγές ακούγονταν από μακριά. Το τοπίο δε θύμιζε σε τίποτα την ειδυλλιακή παραλιακή λουτρόπολη που υπήρξε η Καλαμαία. Ήξερε ότι δε θα της το συγχωρούσαν οι άνθρωποι. Τους είχε δείξει το πιο σκληρό της πρόσωπο και τώρα δεν ήξερε πώς να το διορθώσει ή αν ήθελε να το διορθώσει. Πόνταρε στο χρόνο που λειαίνει όλες τις γωνίες. Ο ήλιος είχε αρχίσει να καίει. Ένιωθε το ίδιο μούδιασμα που ένιωθαν κι όσοι είχαν επιζήσει. Δεν είχε αποφασίσει την επόμενή της κίνηση.

THE WAVE - II/III - AT THE SHORE


The sea decided to go out and look for him at dawn. She counted on the light and the silence that would prevail in the city. Of course she didn’t have the slightest idea where to start from. She had no clues. She didn’t know his name, his address, if he worked somewhere and if that somewhere was in the city or the suburbs. The only thing that she could recognize was his body and his voice, but that again was not that much of a great help, since Kalamaia had many citizens. Nothing could break her spirit. Her craving to find him was enormous. 
The first waves appeared with the first sun rays. At first, she flooded the beach and she took the uphill road towards the central square. She knew her strength but, at the same time, she felt extremely exposed. She burst into the first homes looking for his familiar body with her salty wet hands. The first cries of agony were heard. She had heard such cries before when parents screamed to their young ones when they had swum deeper into the ocean. She had felt these voices and she always protected the children. She gently pulled them out to the shore with her waves. Now she couldn’t restrain her anxiety even though she understood her ego would bring only pain. It was beyond her control. She searched nervously and hastily. Her waves grew bigger, people climbed on the roofs of their houses to save themselves, others were pulled into the fast flowing torrent engulfing everything from trees, cars and bicycles to stray cats and dogs, a horrifying noise from that biblical disaster. He was nowhere in sight. 

The search did not last long. After she drowned so many people and flooded the city, she furiously took the way back home. She was humiliated and disappointed. She had succumbed to a whim and had caused irreparable damage. Her waves were upset with these thoughts until they started to cool off from the weariness. Her calm water was now just like Sunday morning. You could hear cries and screams from afar. The scenery didn’t resemble the idyllic seaside resort that Kalamaia used to be. She knew that people would never forgive her. She had shown her harshest face and now she just didn’t know how to make amends or whether she even wanted to. She would bet on the famous quote about the time that smoothed out all the angles. The sun was burning. She felt the same numbness with the survivors. She had not decided what her next move would be.