Αποφάσισε να βγει ξημερώματα στη στεριά να τον ψάξει. Υπολόγιζε στο πρώτο φως και στην ησυχία που θα επικρατούσε στην πόλη. Φυσικά και δεν είχε την παραμικρή ιδέα από πού να ξεκινήσει. Δεν είχε κανένα στοιχείο για να τη βοηθήσει. Δεν ήξερε το όνομά του, τη διεύθυνσή του, αν δούλευε κάπου και αν αυτό το κάπου ήταν μέσα στην πόλη ή στα προάστια. Το μόνο που θα μπορούσε να αναγνωρίσει ήταν το κορμί του και η φωνή του, αλλά αυτό δεν ήταν και πολύ δυνατή πληροφορία, γνωρίζοντας ότι η Καλαμαία είχε πολλούς κατοίκους. Δεν την πτοούσε τίποτα όμως. Η λαχτάρα της για να τον βρει ήταν τεράστια.
Τα πρώτα κύματα βγήκαν με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Δειλά, στην αρχή, πλημμύρισε η παραλία και πήρε τον ανηφορικό δρόμο προς την κεντρική πλατεία. Ήξερε τη δύναμή της αλλά ένιωθε κυριολεκτικά έξω από τα νερά της, εντελώς εκτεθειμένη. Τρύπωσε στα πρώτα σπίτια ψάχνοντας με τα αλμυρά, υγρά άκρα της το γνώριμό του σώμα. Οι πρώτες κραυγές αγωνίας ακούστηκαν. Είχε ξανακούσει αντίστοιχες φωνές όταν γονείς ούρλιαζαν για τα μικρά τους που είχαν κολυμπήσει πιο ανοιχτά από όσο επέτρεπαν. Τις ένιωθε τις φωνές αυτές και πάντα τα προστάτευε. Με τα κύματά της απαλά τα έβγαζε προς τα έξω. Τώρα δεν μπορούσε όμως να συγκρατήσει τη δική της αγωνία παρόλο που καταλάβαινε ότι ο εγωισμός της θα έφερνε μόνο πόνο. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις της. Έψαχνε νευρικά και βιαστικά. Τα κύματά της όλο και μεγάλωναν, οι άνθρωποι σκαρφάλωναν στις στέγες των σπιτιών τους για να σωθούν, άλλοι είχαν παρασυρθεί στον ορμητικό χείμαρρο που ρουφούσε τα πάντα, δέντρα, αυτοκίνητα, ποδήλατα, αδέσποτες γάτες και σκύλους, μια τρομακτική βουή από τη βιβλική καταστροφή, εκείνος δεν ήταν πουθενά, ο εκνευρισμός της όλο και μεγάλωνε.
Το ψάξιμο δεν κράτησε πολύ. Αφού έπνιξε τόσους ανθρώπους και πλημμύρισε την πόλη, πήρε μανιασμένα το δρόμο του γυρισμού. Ήταν ταπεινωμένη και απογοητευμένη. Είχε υποκύψει σε ένα καπρίτσιο και είχε προκαλέσει ανεπανόρθωτο κακό. Για ώρα τα κύματά της ήταν αναστατωμένα με αυτές τις σκέψεις μέχρι που κόπασαν από την κούραση. Γαληνεμένα τα νερά της λες και ήταν μια Κυριακή πρωί. Κλάματα και κραυγές ακούγονταν από μακριά. Το τοπίο δε θύμιζε σε τίποτα την ειδυλλιακή παραλιακή λουτρόπολη που υπήρξε η Καλαμαία. Ήξερε ότι δε θα της το συγχωρούσαν οι άνθρωποι. Τους είχε δείξει το πιο σκληρό της πρόσωπο και τώρα δεν ήξερε πώς να το διορθώσει ή αν ήθελε να το διορθώσει. Πόνταρε στο χρόνο που λειαίνει όλες τις γωνίες. Ο ήλιος είχε αρχίσει να καίει. Ένιωθε το ίδιο μούδιασμα που ένιωθαν κι όσοι είχαν επιζήσει. Δεν είχε αποφασίσει την επόμενή της κίνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου