Η πόρτα άνοιξε. Έδωσε βιαστικά λίγα κέρματα που βρήκε στην τσέπη του στον καμαρότο. Ο πιτσιρίκος άφησε τη βαλίτσα κάτω με μεγάλη ανακούφιση και άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά, βάζοντας τα κέρματα στην τσέπη του. Δεν άνοιξε το φως. Συνήθισαν τα μάτια του στην κόκκινη λάμψη που έμπαινε με θράσος από τα νέον γράμματα της πινακίδας κάθετα στο παράθυρο. Το h και το t αναβόσβηναν νευρικά από τη λέξη hotel. Και η αμηχανία αναβόσβηνε μέσα του. Πιο πολύ όμως η αγωνία.
Ήταν εκεί. Στεκόταν στο παράθυρο και χάζευε τη νύχτα. Ή έκανε πως τη χάζευε. Δε γύρισε όταν άκουσε την πόρτα να κλείνει. Έμεινε εκεί, μια αινιγματική γυναικεία πλάτη στο ημίφως. Είχε τα μαλλιά της αυστηρά πιασμένα σε έναν κότσο. Διέκρινε ένα φόρεμα που αγκάλιαζε το σώμα της. Άναψε τσιγάρο. Στα δαχτυλίδια του καπνού που άρχισαν να σχηματίζονται, μπόρεσε να διαβάσει όλα εκείνα που δε θα του έλεγε ποτέ. Και για όσο κράτησε εκείνο το τσιγάρο προσπάθησε να δει ακόμα και πίσω από τις λέξεις. Τη χάζευε και ήξερε ότι μόλις γυρίσει ή όταν κάνει εκείνος το πρώτο βήμα για να την πλησιάσει ο χρόνος θα αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Τα λεπτά θα μετράνε το τέλος της νύχτας. Και όχι μόνο.
Το έσβησε στο μεταλλικό τασάκι που ήταν στο περβάζι, σχεδόν γεμάτο. Γύρισε. Ο χρόνος είχε περάσει αλλά δεν είχε σταθεί πάνω της. Τα μάτια της γυάλιζαν και το βλέμμα της ήταν το ίδιο αινιγματικό όπως τότε. Τον κοίταξε τόσο έντονα που ένιωσε τουλάχιστον απογυμνωμένος από κάθε σκέψη. Πήρε τη βαλίτσα του και άρχισε με αργό βηματισμό να μειώνει την απόσταση μεταξύ τους. Με κάθε βήμα ένιωθε την κάρδια του να πάλλεται όλο και περισσότερο. Στάθηκε απειλητικά κοντά της. Την αγκάλιασε σφιχτά. Δε χρειαζόταν να ειπωθεί τίποτα. Όλα είχαν ακουστεί μέσα από την ανάσα της στο λαιμό του. Ένα αίσθημα λησμονιάς και γλυκιάς επιστροφής. Όλα ήταν έτσι όπως έπρεπε.
Άνοιξε τα ταλαιπωρημένα δερμάτινα λουριά της βαλίτσας. Τα νερά από τις εφτά θάλασσες ξεχύθηκαν με φόρα στο δωμάτιο και το πλημμύρισαν. Έβγαιναν από τις χαραμάδες και τις κλειδαριές, έτρεχαν στη ρεσεψιόν και ερέθιζαν τα πλοκάμια στις τιράντες του Αλφρέδου, κυλούσαν στο δρόμο. Και το νερό συνέχιζε να βγαίνει με παφλασμό χωρίς σταματημό. Έλυσε τα μαλλιά της και τα άφησε στο έλεος της δίνης. Ένα θηλυκό που αφέθηκε στο υδάτινο στοιχείο του. Της σιγοψιθύρισε στο αυτί κάτι που χάθηκε στην ένταση της στιγμής και ένιωσε το σώμα της να λιώνει στην αγκαλιά του λες και το παίρνει ο πρώτος πρωινός αέρας. Τη φίλησε δυνατά. Του είχε λείψει το ζεστό της στόμα. Αυτή τη φορά όμως άφησε τα μικρά της αγκάθια να βγουν κάτω από τη γλώσσα της. Του μάτωναν τα χείλη αλλά δε σταματούσε. Της κατέβασε το φερμουάρ και άφησε το φόρεμα να πέσει στο πάτωμα. Ένιωσε το λείο δέρμα της να σκληραίνει και να τον τυλίγει σχεδόν ασφυκτικά. Το τοξικό άρωμα που έβγαινε από το λαιμό της είχε αρχίσει να τον ζαλίζει. Στις φλέβες της άρχισαν να διαγράφονται οι πρασινωποί μίσχοι της. Τα μακριά της δάχτυλα πλέον κατέληγαν σε νύχια γαμψά γεμάτα αγκάθια. Έμπαιναν στο δέρμα του καθώς τον αγκάλιαζε όλο και πιο σφιχτά.
Το σκοτάδι τρύπωνε μέσα στο φόρεμά της. Και στο διάφανο στήθος της άνθισε ένα μεγάλο ροζ τριαντάφυλλο.
Τα πέταλα του άνοιξαν και άπλωσαν στο λαιμό της, στην κοιλιά της. Στα γυμνά της πόδια φύτρωσαν μυτερά φύλλα. Και να που το θηλυκό θαλάσσιο λουλούδι βρισκόταν στο περιβάλλον της και του έδειχνε το πραγματικό της πρόσωπο για πρώτη και τελευταία φορά. Του έδινε όλα όσα του είχε υποσχεθεί και δε σταμάτησε να τον κοιτάει στα μάτια. Περίμενε την κίνηση του. Δε θα μπορούσε να κάνει πίσω αυτή τη φορά. Δεν ήξεραν ποιος είχε πέσει στην παγίδα ποιου αλλά δεν είχε καμία σημασία τώρα πια. Έπαιζαν με τους κανόνες που είχαν ορίσει και θα το έφταναν μέχρι το τέλος.
Τα χέρια του δεν μπορούσαν να πιάσουν το μικρό μαχαίρι που θα τον ελευθέρωνε οριστικά και θα τον έκανε να μείνει πιστός στην αποστολή του. Τον έσφιγγε το κορμί της. Είχε αφεθεί στη δύναμή της. Δεν μπορούσε να αντισταθεί στο ερωτικό της πρόσωπο που τόσο περίμενε και τόσο πολύ τον είχε στοιχειώσει. Έλυσε με δυσκολία τα χέρια του. Το μόνο που έκανε ήταν να της σφίξει το λαιμό που μύριζε νωπό χώμα με όλη του τη δύναμη. Εξακολουθούσε να τον κοιτάζει βαθιά μέσα σταμάτια. Σε μια δυνατή στιγμή οι ανάσες τους ενώθηκαν και άρχισαν σταδιακά να σιωπούν. Ένας άντρας και ένα θηλυκό λουλούδι σε μια τελευταία πράξη αποφασιστικότητας. Είχαν φτάσει στο τέρμα του παιχνιδιού. Κανείς δε θα ήταν ο νικητής. Όπως το ήξεραν από την αρχή, οχτώ παρά τέταρτο χρόνια πριν. Το νερό άρχισε να στεγνώνει στα πατώματα και στους τοίχους, στη σκάλα και στο δρόμο.
Feel free to contact us on phototellers@gmail.com
ΑπάντησηΔιαγραφή