Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2013

Η ΜΠΛΕ ΠΟΡΤΑ



Το σπίτι με την μπλε πόρτα βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. Ήταν το πιο παλιό και όλοι πέρναγαν από αυτό τουλάχιστον μία φορά την ημέρα. Δίπλα στην πλατεία, απέναντι από το ταχυδρομείο, κοντά στο σχολείο και την τράπεζα, λίγο πιο κάτω από το κουρείο. Και όμως κανείς δεν την είχε δει να βγαίνει από την πόρτα αυτή. Αλλά ούτε και να μπαίνει στο σπίτι αυτό. Τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια όλοι πίστευαν ότι ήταν ακατοίκητο. Η τελευταία του ένοικος είχε πεθάνει και περίμεναν τα παιδιά της να έρθουν από τα ξένα να το τακτοποιήσουν. Τα χρόνια περνούσαν και κανείς δεν ερχόταν. Το σπίτι μαράζωνε και ξεχνιόταν. Έμενε στην καθημερινή ρουτίνα των κατοίκων ως το σπίτι με την μπλε πόρτα και συνέχιζαν τη ζωή τους προσπερνώντας το καθημερινά. Προσπερνώντας το χρόνο και ό,τι αυτός κουβαλούσε.

Μέχρι που η σκιά στο παράθυρο εκείνη τη νύχτα ήταν αρκετή για να δημιουργηθεί αναταραχή. Ποια είναι, πότε ήρθε, πώς μπήκε, πώς και δεν την είδε κανείς να μπαίνει. Όσοι κι αν χτύπησαν την πόρτα της δεν άνοιξε. Όσοι κι αν την περίμεναν να βγει από το κατώφλι, απογοητεύτηκαν. Μονοπωλούσε τις κουβέντες των γυναικών περισσότερο, αλλά άρχισε να γίνεται και φόβος για τα μικρά παιδιά και πονοκέφαλος για τους άντρες. Μια μυστήρια φιγούρα που έπρεπε με κάθε τρόπο να διαχειριστεί η κοινότητα με σοφό τρόπο για να μην ταράξει περισσότερο τις ζωές τους. Άρχισαν δειλά–δειλά να παραφυλάνε στην πόρτα της, περιμένοντας μια κίνησή της. Ξεροστάλιαζαν με βάρδιες έστω για να ακούσουν τον παραμικρό ήχο που θα φανέρωνε ζωή και κινητικότητα πίσω από τούτη την μπλε πόρτα. Μάταιο. Την ημέρα οι ανεπαίσθητοι ήχοι που ίσως ακούγονταν καλύπτονταν από τη βουή του δρόμου και της πόλης. Για εκείνες τις ώρες κανείς δεν μπορούσε να πει με σιγουριά.
Τη νύχτα όμως όσοι στέκονταν στα σκαλιά της, κρατούσαν σχεδόν την ανάσα τους. Η φιγούρα της στο παράθυρο κάποιες φορές τους παρατηρούσε εξεταστικά, υπομονετικά. Εκείνες τις ώρες τους σάστιζε. Απόκοσμη σιγή, σχεδόν νεκρική. Ώσπου μια νύχτα η πόρτα άνοιξε με ένα παραπονεμένο τρίξιμο αχρηστίας. Στάθηκε στο κατώφλι της και πάγωσαν όλοι στη θέα της. Μια γυναίκα με έντονο κουρασμένο βλέμμα. Λες και η ζωή είχε περάσει από πάνω της με δραματικές συνέπειες. Λες και όλα τα βάσανα και οι λύπες ρίζωσαν σε αυτό το βλέμμα με σκοπό να βασανίζεται κάθε μέρα. Τους παρατηρούσε έναν–έναν στα μάτια και ήταν σαν να διάβαζε τις ζωές τους, όλους τους πόθους τους και όλα τα μυστικά τους. Τα μαλλιά της μακριά και αχτένιστα, θαμπά έπεφταν στους ώμους της και έμοιαζαν με απειλητικές γλώσσες έτοιμες να φαρμακώσουν για να την προστατέψουν. Ο χειμώνας απειλητικός και όμως εκείνη φορούσε ένα λεπτό πουκάμισο και μια φθαρμένη φούστα μέχρι τα γόνατά της. Ήταν ξυπόλητη και τα πόδια της είχαν κοκκινίσει στα μωσαϊκά αλλά δε φαινόταν να τη νοιάζει. Ούτε καν να την αφορά. Κύλησαν κάποια αναγνωριστικά λεπτά και για τις δύο πλευρές με μουδιασμένες αντιδράσεις. Δεν ήξεραν τι να κάνουν και τι να της πουν. Περίμεναν τόσο καιρό για αυτή τη στιγμή αλλά η εικόνα της και η ματιά της τους είχε καθηλώσει.
Τα ηνία τα πήρε εκείνη. Γυρνώντας το κεφάλι της στο πλήθος σαν να έψαχνε κάποιον. Το βλέμμα της έμεινε πάνω στο μικρό Μάξιμο, το δεκάχρονο μουγκό αγόρι που την κοίταζε κι αυτός τρομαγμένος σφίγγοντας το χέρι του παππού του που τον έσερνε μαζί του παντού. Χωρίς να αφήσει το βλέμμα της από πάνω του άρχισε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό της. Άνοιξε το ρούχο της για να αποκαλύψει το πέτρινο στήθος της που ξεπρόβαλλε στο άγριο δέρμα της. Λες και το είχαν σμιλέψει πάνω σε μυτερά βράχια που δεν τα βλέπει ο ήλιος σχεδόν ποτέ, παρά μόνο τα χτυπάει αλύπητα ο αέρας και το σκοτάδι. Και πόσο σκοτάδι φαινόταν να κρύβουν μέσα τους! Πόσο αλλόκοτο και τρομακτικό ήταν το θέαμα για τους ανυποψίαστους κατοίκους της πόλης που άρχισαν να ουρλιάζουν και να τρέχουν στα σπίτια τους. Οι λίγοι θαρραλέοι που έμειναν είχαν κοκαλώσει στη θέση τους. Δεν τολμούσαν να την πλησιάσουν. Ο Μάξιμος έσφιγγε σφιχτά το χέρι του παππού του και εκείνος έσκυψε και της πέταξε χώμα και λάσπη. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι που βρήκαν το θάρρος τους αλλά πάντα από απόσταση, από τη θέση τους. Η γυναίκα κλείστηκε στο σπίτι. Η μπλε πόρτα χτύπησε δυνατά και ακούστηκε το μάνταλο.
Κανείς δεν ξέρει πώς δυναμώθηκε η οργή και ο θυμός αλλά πάνω από όλα ο φόβος. Κανείς δεν είδε ποιος πέταξε πρώτος το ποτισμένο στο πετρέλαιο πανί. Κανείς δεν είδε ποιος πέταξε πρώτος την πέτρα. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Όλα έγιναν στάχτη. Όλοι βγήκαν στην πλατεία να δουν τη φωτιά. Να δουν την αποκατάσταση της τάξης. Όλοι κοίταζαν τη φωτιά σιωπηλοί, απορροφημένοι στις σκέψεις τρόμου και ανακούφισης. Κανείς δεν πρόσεξε το Μάξιμο να φωνάζει τον παππού του που τον είχε χάσει μέσα στο πλήθος. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει εκείνη την άγουρη, ψιλή φωνή που έβγαινε από τα σωθικά του. Δεν την είχαν ακούσει ποτέ ξανά. Ο ίδιος δεν την είχε νιώσει ποτέ ξανά. Κοντοστάθηκε στην μέση της πλατείας σαστισμένος. Απέναντι από εκεί που ήταν μέχρι πριν από λίγο το σπίτι με την μπλε πόρτα…


4 σχόλια:

  1. Ένα ιδιαίτερα εμπνευσμένο κείμενο γεμάτο εικόνες έντονου ψυχισμού, απομόνωσης και μελαγχολίας. Φωτογραφίζεται κατα κάποιο τρόπο η εικόνα της σύγχρονης κοινωνίας μας, βουτηγμένη στην αποξένωση και στην αδιαφορία για το άγνωστο ή γι' αυτό που θέλουμε να διατηρούμε ως άγνωστο. Τα έντονα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούνται μας μεταφέρουν την μουντή ατμόσφαιρα της σκηνής που περιγράφεται. Το πορτρέτο της ηλικιωμένης γυναίκας μας δημιουργεί το αίσθημα της σωματικής και ψυχικής αποσύνθεσης. Η τελευαταία σκηνή λειτούργει λυτρωτικά για την ηλικιωμένη γυναίκα και ενδεχομένως το ίδιο λυτρωτικά για το πλήθος που παρακολουθεί σαστισμένο. Ένα πολύ ιδιαίτερο σημασιολογικά αλλα και πραγματολογικά κείμενο που ίσως κρύβει κάτι που η ίδια η συγγραφέας θα ήθελε να το ανακαλύψουμε μόνοι μας. Οι εικόνες που το συνοδεύουν δένουν άψογα με την ατμόσφαιρα που διαχέεται και συμπληρώνουν το πάζλ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπράβο, εξαιρετική αρχή! Με καθήλωσε. Εν αναμονή, λοιπόν, καινούργιων διηγήσεων.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ καλό! Να συνεχίσετε.
    Για το κείμενο έχω να παρατηρήσω ότι δεν είναι τόσο σουρεάλ όσο τα παλιότερά σου με τον Λ. Αυτό εδώ είναι ένα πολύ καλό διήγημα του φανταστικού. Και πολύ καλογραμμένο. Και, φυσικά, δένει άψογα με τις φωτογραφίες.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Θα θέλαμε να σας ευχαριστήσουμε για τα ενθαρρυντικά
    σας σχόλια ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή