Τέντωσε τα κλαδιά της με τον πρώτο πρωινό ήλιο. Ένα ελαφρύ αεράκι την έκανε να ανατριχιάσει μέχρι το τελευταίο της φύλλο. Η άνοιξη αυτή την προκαλούσε, σαν να έπαιζε μαζί της, σαν να προσπαθούσε να της ξυπνήσει όλα εκείνα που της είχε πάρει. Δεν πειράζει. Τα πάντα είχαν μαλακώσει μέσα της. Ο χρόνος τα είχε σχεδόν ισορροπήσει. Σχεδόν δεν της έλειπε ο προηγούμενος εαυτός της. Είχε ξεχάσει πώς είναι να χτενίζει τα μαλλιά της, να δαγκώνει αμήχανα τα νύχια της και να βάφει περίτεχνα τα μάτια της για να σαγηνέψει εκείνον, και όχι μόνο. Ο καιρός είχε κυλήσει και είχε πάρει μια άλλη διάσταση. Στην αρχή ναι, είχε τρομοκρατηθεί με όλες τις αλλαγές που γίνονταν μέσα της. Πώς τα πόδια της μετατρέπονταν σε ρίζες βαθιές στο χώμα, πώς το κορμί της σιγά–σιγά γινόταν σκληρό γεμάτο ρόζους, πώς από το στέρνο της άρχισαν να φυτρώνουν μικρά κλαδιά που μπλέχτηκαν με τα χέρια της και έγιναν ένα, πώς τρυφερά φύλλα βγήκαν από τα δάχτυλά της και απλώθηκαν θρασύτατα παντού. Ούρλιαζε από τον αφύσικο πόνο μέχρι που η φωνή της χάθηκε. Τα μάτια της γούρλωναν από αυτό που έβλεπε να γίνεται μέχρι που έχασε τελείως τη ματιά της. Άντεξε να τα χάσει ξαφνικά και τα δύο, να εγκλωβιστεί στο καινούργιο της εγώ και να προσαρμοστεί. Δεν μπορούσε να ερμηνεύσει την αιτία και την αφορμή της μεταμόρφωσης. Όλα έγιναν τόσο μα τόσο ξαφνικά. Το μόνο που της άφησε εκείνη η άνοιξη ήταν η ακοή.
Μπορούσε να νιώσει τον αέρα να φυσάει, να ακούσει τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στο πάρκο, το χτύπημα της μπάλας τους, τα κλάματα των απαιτητικών μωρών στα καροτσάκια, τις κουβέντες των ηλικιωμένων που κάθονταν στο παγκάκι δίπλα στον κορμό της, κάποιες νύχτες ακόμα και τα ντροπαλά φιλιά των άγουρων εραστών και τις υποσχέσεις τους που ήξεραν καλά πως δε θα τηρούσαν. Όλοι αυτοί οι ήχοι έκαναν τη μοναξιά της βασανιστική. Ανυπόφορη. Έκαναν τη νύχτα να φαίνεται ατελείωτη και τη μέρα θανατερά πνιγερή.
Τέντωσε τα κλαδιά της με τον πρώτο πρωινό ήλιο. Πολύ προσεκτικά. Σχεδόν αθόρυβα. Δεν ήθελε να ανησυχήσει το αντρικό σώμα που είχε παγιδεύσει στον κορμό της.
Είχε περάσει αρκετή ώρα από την τελευταία του τρεμάμενη ανάσα και τις κραυγές αγωνίας του. Πρέπει να είχε αποκοιμηθεί τώρα πια εξουθενωμένος. Και αυτός και οι προηγούμενοι πίστευαν ότι κάποιος θα τους βοηθούσε στο πάρκο όταν τα κλαδιά της τους γράπωναν και τους αγκάλιαζαν σφιχτά, παγιδεύοντάς τους. Τέτοια ώρα όμως δε βρισκόταν κανείς εκεί γύρω. Ήταν η ώρα που η μοναξιά της γινόταν απαιτητική. Σχεδόν επιτακτική. Έπρεπε με κάθε τρόπο να την ξορκίσει. Να τη δαμάσει. Ήθελε να νιώσει τη ζεστασιά ενός αντρικού κορμιού. Δεν ήταν ο πρώτος και σίγουρα δε θα ήταν ο τελευταίος. Αυτή η άνοιξη της είχε πάρει σχεδόν τα πάντα.
Καλά Αλέκα μου αυτή την φορά πραγματικά έδωσες ρέστα. Οι εικόνες που περιγράφονται είναι τόσο ζωντανές που πραγματικά νιώθεις τα κλαδιά να σε αγκαλιάζουν. Εισαι απλά ευρυματικότατη και πραγματικά ελπίζω κάποια στιγμή να γράψεις κάτι που να σε γνωρίσει το ευρύ κοινο. Σιντζέρι μου οι συνοδευτικές φωτογραφίες σου είναι υπέροχες και δένουν άψογα με την περιγραφή. Μπράβο παιδιά, για ακόμα μια φόρα κάνατε πολύ ωραία δουλειά!
ΑπάντησηΔιαγραφή